Ορφανίδης Θεόδωρος

1. Ο ρομαντικός επαναστάτης

Ο Θεόδωρος Ορφανίδης γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1817, αλλά έζησε τα εφηβικά του χρόνια στη Σύρο όπου είχε εγκατασταθεί η οικογένειά του μετά τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους. Πατέρας του ήταν ο Γεώργιος Θ. Ορφανίδης, μέλος της Κεντρικής των Νεοσμυρναίων Επιτροπής.

Το 1835 ο Θεόδωρος Ορφανίδης εγκαθίσταται στην Αθήνα, όπου διορίζεται γραφέας στο υπουργείο Εσωτερικών. Μέσα στην ατμόσφαιρα του ρομαντισμού και επηρεασμένος από την ποίηση του Αλέξανδρου Σούτσου αρχίζει να γράφει πολιτική σάτιρα. Το 1836 εκδίδει την ποιητική συλλογή Ο Μένιππος και το 1840 το σατιρικό περιοδικό Ο Τοξότης. Απηχώντας και τη δυσαρέσκεια των αντιοθωνιστών λογίων της γενέτειράς του, τους οποίους εκπροσωπούσαν κυρίως οι Σούτσοι με τους λίβελλους εναντίον της «ξένης ακρίδας» και του «κυφού βαυαρού»,1 καυτηριάζει την ξενόφερτη κυβέρνηση του πρώτου ελληνικού κράτους, πράγμα που έχει ως συνέπεια την απόλυσή του από το υπουργείο και την τριήμερη φυλάκισή του. Το 1844 όμως η κυβέρνηση Κωλέττη τού παραχωρεί υποτροφία διαρκείας για σπουδές στη Γαλλία, καταφέρνοντας έτσι να τον απομακρύνει ευσχήμως.

Αργότερα, ως πανεπιστημιακός δάσκαλος, ο Ορφανίδης στρέφεται υπέρ του Όθωνα, πάλι στο κλίμα της ρομαντικής εθνικιστικής έξαρσης που συνεπαίρνει την αθηναϊκή κοινωνία και τους λογοτέχνες της, όπως τον Αχιλλέα Παράσχο, στα μέσα του 19ου αιώνα, καθώς και της επιστροφής στο όραμα της ελευθερίας και ένωσης του γένους· την εποχή εκείνη έχει σβήσει το αντιοθωνικό ρεύμα των Σμυρναίων λογίων και ο Όθωνας θεωρείται και πάλι ο ονειροπόλος συμβολικός διεκδικητής του οράματος της ένωσης του διάσπαρτου Ελληνισμού. Με πρότασή του μάλιστα στη σύγκλητο ο Όθωνας ανακηρύσσεται θεμελιωτής και ευεργέτης του Πανεπιστημίου (εφημερίδα Αμάλθεια, φ. 1531).

2. Ο επιστήμονας

Μετά τις σπουδές βοτανικής στη Γαλλία, ο Ορφανίδης επιστρέφει στην Αθήνα και διορίζεται έκτακτος καθηγητής (1850) και αργότερα (1854) τακτικός καθηγητής της Βοτανικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το έτος 1867-1868 διετέλεσε πρύτανις του Πανεπιστημίου.

Ο Ορφανίδης συμμετέχει ενεργά στο κλίμα των πρώτων προσπαθειών διαμόρφωσης και εφαρμογής επίσημων γεωπονικών προγραμμάτων στο πλαίσιο της αγροτικής πολιτικής του πρώτου ελληνικού κράτους το 19ο αιώνα. Για το σκοπό αυτό την εποχή της Αντιβασιλείας και αργότερα στα χρόνια του Όθωνα γίνονται οι πρώτες συστηματικές εκθέσεις πάνω στα υπάρχοντα αγροτικά συστήματα, τα είδη καλλιέργειας, τις τεχνικές και τα εργαλεία που χρησιμοποιούνταν ως τότε στον ελληνικό χώρο· συγχρόνως διατυπώνονται επίσημα προτάσεις για τη βελτίωση και τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής γεωργίας σε συνδυασμό με τα κλιματολογικά και δημογραφικά δεδομένα της Ελλάδας, με την εισαγωγή νέων παραγωγικών ειδών, νέων τεχνικών και πιο σύγχρονων εργαλείων.2 Το 1837, ύστερα από πολλές καθυστερήσεις, συγκροτείται η Επιτροπή Εμψύχωσης της Ελληνικής Βιομηχανίας, θεσμός που διατηρήθηκε όλο το 19ο αιώνα· ο Θεόδωρος Ορφανίδης υπήρξε μέλος της και ένας από τους συντάκτες του Δελτίου της, το οποίο άρχισε να εκδίδεται το Σεπτέμβριο του 1877. Συμμετείχε επίσης και στα Γεωργικά Συμβούλια και στήριξε τις προσπάθειες για τη δημιουργία γεωργικών σχολών στην Ελλάδα.

Στον Ορφανίδη οφείλεται η συστηματική καταγραφή της ελληνικής χλωρίδας (chloris hellenica, σύμφωνα με τη δική του ορολογία) και η εκτενής καταγραφή άγνωστων μέχρι τότε ειδών. Ο ίδιος κατάρτισε μια μεγάλη συλλογή αποξηραμένων φυτών (45.000 είδη) που αγοράστηκε από το Θεόδωρο Ροδοκανάκη και έγινε δωρεά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Τα συγγράμματά του υπήρξαν σημαντικά για τη νεοσύστατη επιστήμη της Βοτανικής στην Ελλάδα.

Αξίζει επίσης να σημειωθεί η προσπάθειά του να καταρτίσει ελληνική ονοματολογία της ελληνικής χλωρίδας, μεταφράζοντας τα λατινικά της ονόματα, προσπάθεια που εγκαταλείφθηκε από το Σπ. Μηλιαράκη, ο οποίος τον διαδέχθηκε στην έδρα, γιατί στην πράξη οδηγούσε σε παρανοήσεις και σύγχυση των ειδών.

Ως έφορος του Δημόσιου Δενδροκομείου (Βοτανικού) ο Ορφανίδης εισήγαγε διάφορα είδη στην Ελλάδα, όπως τον ευκάλυπτο, και συντέλεσε στη διαμόρφωση των πρώτων δημόσιων πάρκων της Αθήνας, μεταξύ των οποίων ο Βασιλικός (Εθνικός σήμερα) Κήπος.

3. Ο λογοτέχνης

Παράλληλα με την επιστημονική του δραστηριότητα, ο Ορφανίδης δεν έπαψε ποτέ να ασχολείται με την ποίηση, πιστός στο πρότυπο του λογίου της εποχής με την πολυσχιδή δραστηριότητα.

Εκτός από τον Μένιππο, εξέδωσε τα σατιρικά Ο Ιώτας και Η πόλις των Αθηνών. Ρομαντικός καθώς ήταν, εμπνεύστηκε ιδιαίτερα από το Ρεμπελιό της Σμύρνης και το επαναστατικό κλίμα της εποχής.

Το ποιητικό του έργο Χίος Δούλη, με έντονη επίδραση από το ύφος του Ουγκό, μεταφράστηκε στα γερμανικά και τα γαλλικά και γνώρισε διάφορες θεατρικές διασκευές: το 1869 διασκευάστηκε από τον Α. Σταματιάδη στην Κωνσταντινούπολη, το 1866 παίχτηκε από τον Λεκατσά και είναι το μόνο ελληνικό έργο που ανέβηκε τότε στην Αθήνα, το 1873, από τον Ν. Βαρδόπουλο, διασκευή που παιζόταν επί χρόνια από τους ελληνικούς θιάσους.3

Έγραψε επίσης τα ποιήματα: Τίρι- λίρι ή το κυνηγέσιον εν νήσω Σύρω, Άννα και Φλώρος ή ο Πύργος της Πέτρας, Άγιος Μηνάς, Άπατρις.

Πήρε μέρος σε πολλούς ποιητικούς διαγωνισμούς (1851-1877), ως διαγωνιζόμενος αλλά και ως εισηγητής, συμβάλλοντας έτσι στη διαμόρφωση της νεοελληνικής κριτικής, οπότε και ήρθε σε αντίθεση με τον ποιητή Γ. Ζαλοκώστα. Τα έργα του βραβεύθηκαν σε τρεις «Ράλλειους» διαγωνισμούς και μερικά μεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες.

4. Ο πρωτεργάτης του νεοελληνικού θεάτρου

Η ενεργή συμμετοχή του Ορφανίδη στη σύσταση της αθηναϊκής θεατρικής σκηνής είναι χαρακτηριστική για την πολυμορφία των ενδιαφερόντων του. Με το ρόλο του Στροβίλη, του Χιώτη υπηρέτη στον Εξηνταβελόνη, δηλαδή το Φιλάργυρο του Μολιέρου, στην περίφημη μετάφραση του Κωνσταντίνου Οικονόμου, εμφανίζεται ως ηθοποιός στην πρώτη σειρά θεατρικών παραστάσεων στην Αθήνα το 1836· το 1837, επίσης στην Αθήνα, παίζει με εξαιρετική επιτυχία το ρόλο του Καϊδαμά στην ιταλική κωμωδία Ο Μανιώδης (μτφρ. Ν. Ξυδιά)· είναι ο πρώτος που υποδύθηκε το ρόλο του Ανατολίτη στη Βαβυλωνία του Σκ. Βυζάντιου·4 το 1843 μεταφράζει τον Médecin malgré lui (Ακούσιος γιατρός) του Μολιέρου, που εκδίδεται το 1863, για τις παραστάσεις του Αθηναϊκού Θιάσου. Στο περιοδικό Τοξότης εκφράζει τις έντονες αντιρρήσεις του για το ιταλικό μελόδραμα, που επικρατεί εκείνη την εποχή στη νεοελληνική σκηνή.




1. Βλ. π.χ. στο ίδιο κλίμα και το έργο του Ιωάννη Καρασούτσα Διάλογος εν Ηλυσίοις περί αυτοχθόνων και ετεροχθόνων (1844), έργο διαμαρτυρίας για την αδιάφορη στάση της εθνοσυνέλευσης απέναντι στον εξω-ελλαδικό ελληνισμό. Τη δυσφορία και αγανάκτηση των λογίων της Σμύρνης συνδαύλιζαν και οι φυγάδες ή εξόριστοι επαναστάτες που έφταναν εκεί. Βλ. Αργυρόπουλος, Μ., Χρονικά της Ανατολής (Αθήνα 1944), σελ. 95-96, σημ. 4.

2. Βλ. ενδεικτικά το έργο του Γρηγόριου Παλαιολόγου, γεωπόνου και διευθυντή του προτύπου αγροκηπίου της Τίρυνθας [Παλαιολόγος, Γ., Γεωργική και Οικιακή Οικονομία, τόμ. 1 (Ναύπλιο 1833), τόμ. 2 (Αθήνα 1835)], και τις παρατηρήσεις του Thiersch, F., De l’état actuel de la Grèce (Λειψία 1835) (μτφρ. Αθήνα 1972).

3. Σολομωνίδης, Χ., Το θέατρο στη Σμύρνη (1657-1922) (Αθήνα 1954), σελ. 74 και σημ. 3.

4. Σολομωνίδης, Χ., Το θέατρο στη Σμύρνη (1657-1922) (Αθήνα 1954), σελ. 58-59.