Επαρχία Ασίας (Αρχαιότητα)

1. Ιστορικό πλαίσιο

Η συνθήκη της Απάμειας το 188 π.Χ., συνέπεια της νίκης της Ρώμης επί του Αντιόχου Γ’, ήταν ιδιαίτερα επωφελής για τον Ευμένη Β’ της Περγάμου. Η φιλική προς τη Ρώμη πολιτική του του επέφερε τη Μείζονα και Ήσσονα Φρυγία, τη Μυσία, τη Λυδία, την Ιωνία, συμπεριλαμβανομένων της Μαγνησίας στη Σίπυλο, της Εφέσου και των Τράλλεων, καθώς και την Καρία Υδρέλα.1 Το 133 π.Χ. ο γιος του Ευμένη Άτταλος Γ’ κληροδότησε το βασίλειο της Περγάμου στο ρωμαϊκό λαό. Ωστόσο, το καλοκαίρι του ίδιου έτους ο ετεροθαλής αδελφός του Αριστόνικος, νόθος γιος του Ευμένη και της κόρης ενός Εφέσιου κιθαριστή, ηγήθηκε μιας επανάστασης εναντίον της Ρώμης. Χωρίς την υποστήριξη της πλειονότητας των ελληνικών πόλεων, με εξαίρεση τη Φώκαια και κάποιες μικρότερες, προσπάθησε να κερδίσει το βασίλειο των Ατταλιδών. Την αρχική του επιτυχία εναντίον των Ρωμαίων, που σημαδεύτηκε με το θάνατο του ύπατου Πούμπλιου Λικίνιου Κράσσου Μουκιανού (Publius Licinius Crassus Mucianus), ακολούθησε η ήττα του σε ναυμαχία από τους Εφεσίους. Το 130 π.Χ. ηττήθηκε από τον αντικαταστάτη του Κράσσου, το Μάρκο Περπέρνα (Marcus Perperna), αιχμαλωτίστηκε έπειτα από πολιορκία και μεταφέρθηκε δέσμιος στη Ρώμη όπου εκτελέστηκε με διαταγή της συγκλήτου.2

Ο ύπατος για το έτος 129 π.Χ. Μάνιος Ακίλιος (Manius Aquilius) παρέμεινε στη Μικρά Ασία για τρία χρόνια σχεδόν, προκειμένου να οργανώσει μαζί με ένα δεκαμελές σώμα συγκλητικών το βασίλειο των Ατταλιδών, ένα κράτος πληθυσμιακά και θεσμικά ετερογενές. Οι προσπάθειές του δεν περιορίστηκαν μόνο στην τυπική οργάνωση της νέας επαρχίας, αλλά είχαν στόχο την ουσιαστική ανάπτυξή της μέσα από μία σειρά τεχνικών έργων, όπως την κατασκευή οδών ιδιαίτερα στις νότιες περιοχές που είχαν παραμεληθεί από τους Ατταλίδες. Το έργο του εκτιμήθηκε τόσο από τον ελληνικό πληθυσμό όσο και από τη Ρώμη, που τον τίμησαν με τις ύψιστες τιμές.3

Με τη σύμφωνη γνώμη της συγκλήτου, ο Μάνιος Ακίλιος αποφάσισε να παραχωρηθούν οι απομακρυσμένες περιοχές του βασιλείου σε γειτονικούς ηγεμόνες. Το σύνολο σχεδόν της Φρυγίας δόθηκε στο Μιθριδάτη Ε’ του Πόντου και η Λυκαονία στον Αριαράθη Ε’ της Καππαδοκίας. Επίσης, η Θρακική χερσόνησος και το νησί της Αίγινας εντάχθηκαν στις επαρχίες της Μακεδονίας και της Αχαΐας αντίστοιχα. Τελικά, από τις κτήσεις των Ατταλιδών η Ρώμη συμπεριέλαβε στην επαρχία της Ασίας το δυτικό τμήμα του βασιλείου, αποτελούμενο από τις περιοχές της Τρωάδoς, της Αιολίας, της Μυσίας, της Ιωνίας, της Λυδίας και της Καρίας. Γύρω στο 116 π.Χ., μετά το θάνατο του Μιθριδάτη Ε’ και σε βάρος του διαδόχου του Μιθριδάτη ΣΤ’ Ευπάτορος, στην επαρχία προστέθηκαν η Φρυγία με τα Κίβυρα.4

Ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο στην ιστορία των ελληνικών πόλεων της επαρχίας αποτέλεσαν οι πόλεμοι του Μιθριδάτη Στ’ εναντίον της Ρώμης (88-63 π.Χ.). Οι ελληνικές πόλεις τον χαιρέτησαν ως απελευθερωτή από τη στυγνή εκμετάλλευση των Ρωμαίων και τάχθηκαν με το μέρος του. Η ήττα του όμως από τον ύπατο Σύλλα σήμανε και το τέλος της ελευθερίας των πόλεων-συμμάχων του. Με τη συνθήκη της Δαρδάνου το 85 π.Χ. οι πόλεις της Ασίας υποχρεώθηκαν όχι μόνο να πληρώσουν πρόστιμο 20.000 ταλάντων και να καταβάλουν αναδρομικά τους φόρους πέντε ετών, αλλά και να επωμιστούν τη διατροφή, ένδυση και ημερήσια μισθοδοσία των λεγεώνων του Σύλλα για το χειμώνα του 85-84 π.Χ.

Αντίθετα, οι ελάχιστες πόλεις που εναντιώθηκαν στο Μιθριδάτη, όπως η Στρατονίκεια, η Αφροδισιάς, το Ίλιον και η Μαγνησία, ανταμείφθηκαν με νέες κτήσεις και τα προνόμια των φίλων της Ρώμης.5 Η δεινή οικονομική κατάσταση στην οποία περιέπεσαν οι πόλεις της επαρχίας, λόγω του Σύλλα, ανακουφίστηκε με τα μέτρα που πήρε ο Λούκουλλος –ύπατος το 74 π.Χ. και διοικητής των στρατευμάτων στην Ασία και την Κιλικία– το 72 π.Χ. μετά τη νίκη του επί του Μιθριδάτη. Ο Λούκουλλος πήρε τα μέτρα του Σύλλα, προέβη σε διαγραφή μέρους των χρεών των πόλεων προς τους δανειστές τους, επέτρεψε την άτοκη πληρωμή των υπόλοιπων χρεών σε διάστημα 4 ετών, όρισε το 12% ως ανώτατο όριο επιτοκίου δανείων, επέβαλε φόρο 25% στη σοδειά ώστε να γεμίσουν τα ταμεία των πόλεων και ειδικούς φόρους σε ακίνητα και δούλους. Τέλος, όρισε κάθε οφειλέτης να μην πληρώσει περισσότερο από το ¼ του εισοδήματός του.6 Το 27 π.Χ. η επαρχία αναδιοργανώθηκε από τον Οκταβιανό Αύγουστο Καίσαρα και τέθηκε στη δικαιοδοσία της συγκλήτου. Τα όρια της επικράτειάς της παρέμειναν αμετάβλητα μέχρι τα χρόνια του Γάιου Αυρήλιου Βαλέριου Διοκλητιανού, στα τέλη του 3ου αι. π.Χ., οπότε, στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων του αυτοκράτορα, διαιρέθηκε σε επτά μικρότερες διοικητικές ενότητες, μία εκ των οποίων διατήρησε την παλιά ονομασία της επαρχίας.7

Την εποχή του Αυγούστου τα βασικά εμπορικά και πολιτιστικά κέντρα της επαρχίας ήταν η Έφεσος, στις εκβολές του Μαιάνδρου, και η Σμύρνη, στις εκβολές του Έρμου. Οι δύο πόλεις υπήρξαν σημαντικά λιμάνια και ξεπέρασαν σε σπουδαιότητα τη Μίλητο, που είχε πρωταγωνιστικό ρόλο κατά την Ελληνιστική περίοδο. Στα βόρεια της επαρχίας, η Κύζικος, στα νότια παράλια της Προποντίδας, αναπτύχθηκε σε μια οικονομικά εύρωστη πόλη. Η Πέργαμος (ή το Πέργαμον) διατήρησε την πρότερη αίγλη της πρωτεύουσας των Ατταλιδών έχοντας να επιδείξει την περίφημη Βιβλιοθήκη του Ευμένη και πολυάριθμα έργα τέχνης. Στη Λυδία, σημαντικό κέντρο, παρέμειναν οι Σάρδεις σε αντίθεση με τα Μύλασα που δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν τις καταστροφές που υπέστησαν από τους Πάρθους το 40/39 π.Χ. Στη Φρυγία, η στρατηγική θέση της Απάμειας –γνωστή σε μεταγενέστερους χρόνους ως Απάμεια Κειβωτός– ήταν ο βασικός λόγος που η πόλη, σύμφωνα με τον περιηγητή Στράβωνα, αναπτύχθηκε σε εμπορικό κέντρο δεύτερο σε σπουδαιότητα μετά την Έφεσο.8

2. Διοίκηση της επαρχίας

Η Ρώμη, ακολουθώντας την τακτική των Ατταλιδών, χρησιμοποίησε τους υπάρχοντες μηχανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης στις πόλεις της επαρχίας. Διοικητικό κέντρο της επαρχίας και έδρα του κυβερνήτη σε όλη τη διάρκεια της ρωμαιοκρατίας ήταν η Έφεσος.

Η επαρχία στους Αυτοκρατορικούς χρόνους διοικούνταν από έναν ανώτατο αξιωματούχο, τον ανθύπατο (proconsul). Το γεγονός ότι υπαγόταν στη δικαιοδοσία της συγκλήτου δεν εμπόδισε κάποιους αυτοκράτορες να επεμβαίνουν στα εσωτερικά της, ασκώντας έλεγχο μέσω της επιρροής τους σε μέλη της συγκλήτου που προωθούσαν οι ίδιοι. Ιδιαίτερα ο Βεσπασιανός, ο Τραϊανός και ο Αδριανός προσπάθησαν σχολαστικά να εξαλείψουν τα υπερβολικά έξοδα που αντιμετώπιζαν αρκετές πόλεις. Ο Τραϊανός, για παράδειγμα, προσπάθησε να επιβλέψει συστηματικά τα οικονομικά των πόλεων και προκειμένου να προσδώσει νομικό κύρος στις προθέσεις του δημιούργησε τη θέση του αυτοκρατορικού επανορθωτή (corrector). Ο ίδιος πιθανότατα αυτοκράτορας δημιούργησε ή ανέπτυξε τις αρμοδιότητες του λογιστή(curator), στις οποίες συμπεριλαμβάνονταν η έρευνα των οικονομικών συνθηκών κάθε πόλης και η αναδιοργάνωση των οικονομικών δομών της. Οι λογιστές (curatores rei publicae) διορίζονταν είτε από τον αυτοκράτορα είτε από τον ανθύπατο της επαρχίας.9 Η απονομή δικαιοσύνης ήταν ευθύνη του ανθυπάτου και των τοπικών δικαστηρίων. Πιθανότατα οι δίκες που αφορούσαν ανθρωποκτονίες και η επιβολή εξορίας αποτελούσαν κατεξοχήν αρμοδιότητα του κυβερνήτη. Ο ανθύπατος διόριζε τους δικαστές στις περιπτώσεις που αφορούσαν Ρωμαίους πολίτες ή πολίτες διαφορετικών πόλεων. Προκειμένου να διευκολυνθεί το δικαστικό του έργο –αλλά και γενικότερα το διοικητικό του έργο–10 η επαρχία είχε χωριστεί σε διοικήσεις, γνωστές ως dioeceseis κατά την περίοδο της Δημοκρατίας και ως conventus ή conventus iuridicus ή iurisdictio κατά τους Αυτοκρατορικούς χρόνους.11 Τα δικαστήρια συγκαλούνταν υποχρεωτικά από τον κυβερνήτη μία φορά το χρόνο στη μεγαλύτερη πόλη κάθε διοίκησης, την αποκαλούμενη «η αφηγούμενη της διοικήσεως πόλις ή η έχουσα αγορά δικών».12 Κατά την περίοδο της Δημοκρατίας η επαρχία της Ασίας είχε χωριστεί σε 13 διοικήσεις με κέντρα τις πόλεις Αδραμμύτιον, Πέργαμος, Σμύρνη, Σάρδεις, Έφεσος, Τράλλεις, Μίλητος, Μύλασα, Αλάβανδα, Κίβυρα, Σύνναδα, Απάμεια και Φιλομήλιον. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος αναφέρει ότι στα χρόνια του Αυγούστου οι διοικήσεις μειώθηκαν σε 10 και είχαν κέντρα τους τις πόλεις Φιλομήλιον, Κίβυρα, Σύνναδα, Απάμεια, Αλάβανδα, Σάρδεις, Σμύρνη, Έφεσο, Αδραμμύτιον και Πέργαμος. Με βάση μια επιγραφή που βρέθηκε στα Δίδυμα στις παραπάνω προστίθενται γύρω στο 40 μ.Χ. η Αλικαρνασσός και η Κύζικος, οι οποίες πιθανόν αντικαθιστούν τις Τράλλεις και τα Μύλασα, καθώς και η Μίλητος. Σε επιγραφή από την Έφεσο που χρονολογείται την περίοδο των Φλαβίων γίνεται αναφορά σε πέντε κέντρα διοικήσεων, τη Μίλητο, την Αλικαρνασσό, την Πέργαμο, τις Σάρδεις και την Απάμεια.13 Δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία για συγκεκριμένο αριθμό διοικήσεων κατά το 2ο και 3ο αιώνα, αλλά μπορεί να υποτεθεί με σχετική βεβαιότητα ότι η Έφεσος, η Σμύρνη, η Πέργαμος, η Απάμεια, οι Σάρδεις, η Κύζικος και η Μίλητος λειτουργούσαν ως κέντρα διεξαγωγής δικών. Επίσης, το 2ο αιώνα δίκες διεξάγονταν και στη Φιλαδέλφεια, πόλη της διοίκησης με κέντρο τις Σάρδεις. Με εντολή του Καρακάλλα το 215, παρόμοιο δικαίωμα απέκτησε και η πόλη Θυάτειρα.14

3. Κρατικά αξιώματα

Κατά τους Αυτοκρατορικούς χρόνους η βουλή και η εκκλησία του δήμου συνέχισαν να αποτελούν το κέντρο της πολιτικής ζωής των ελληνικών πόλεων.15 Τα παλιά σώματα των πρυτανέων και των στρατηγών, των αποκαλούμενων γενικά αρχόντων, συνέχιζαν να υφίστανται έχοντας αναλάβει την αυτοδιοίκηση και ενίοτε την οικονομική διαχείριση της πόλης. Συνεργάζονταν με τους γραμματείς της βουλής ή της εκκλησίας του δήμου, οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι για τη σύνταξη και παρουσίαση ψηφισμάτων στη βουλή, καθώς και για την ανέγερση αγαλμάτων προς τιμή του αυτοκράτορα ή κάποιου άλλου εξέχοντος προσώπου έπειτα από σχετική απόφαση της βουλής.

Ο τίτλος του επώνυμου άρχοντα δεν ήταν ο ίδιος σε όλες τις πόλεις της Μικράς Ασίας. Στην Πέργαμο, την Έφεσο και την Κολοφώνα αναφερόταν ως πρύτανης, στην Κύζικο ως ίππαρχος, ενώ στη Μίλητο, τη Σμύρνη, την Αφροδισιάδα και τη Στρατονίκεια με τον παλιότερο τίτλο του στεφανηφόρου.16

Εξαιρετικά σημαντικά θεωρούνταν και τα αξιώματα των σιτώνων και των ελαιώνων, υπευθύνων για τις προμήθειες σιτηρών και ελαιολάδου αντίστοιχα. Άλλα αξιώματα ήταν του αγορανόμου (υπευθύνου της αγοράς), του ταμία (υπευθύνου του ταμείου), του αστυνόμου (υπευθύνου για τη συντήρηση και διατήρηση των κτηρίων της πόλης) και του ειρηνάρχου/ειρηνάρχη (υπευθύνου για την τήρηση των νόμων καθώς και τη διατήρηση της ηθικής και της πειθαρχίας των πολιτών). Ο τελευταίος για τη δίωξη και τη σύλληψη των παρανόμων είχε υπό τον έλεγχό του στρατιώτες, ιππείς και διωγμίτες. Ανάλογα καθήκοντα με τον ειρήναρχο είχε και ο παραφύλαξ, οι αρμοδιότητες του οποίου περιορίζονταν στις αγροτικές περιοχές.17

4. Αρχαί και λειτουργίαι

Οι δραστηριότητες των πολιτών στις ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας εντάσσονταν είτε στις αρχές είτε στις λειτουργίες.

Οι αρχές αναφέρονταν στα κρατικά αξιώματα όπου καλούνταν να υπηρετήσουν οι πολίτες έπειτα από εκλογή και για τα οποία πλήρωναν ένα ποσό (summa honoraria). Θεωρούνταν τιμή (honor) και επέφεραν στον πολίτη εκτίμηση εκ μέρους της πόλης, ενώ η αποφυγή τους επέφερε ατίμωση.

Οι λειτουργίες ήταν τα υποχρεωτικά καθήκοντα των εύπορων πολιτών προς όφελος της ευρύτερης κοινότητας. Συνιστούσε ένα είδος υπηρεσίας (munus) και η επίσημη απαλλαγή από αυτές θεωρούνταν προνόμιο. Στις λειτουργίες ανήκαν τα munera personalia, που δεν απαιτούσαν χρηματικά έξοδα, τα munera patrimoniorum, που ήταν ένα είδος έμμεσης φορολογίας στην ακίνητη περιουσία του πολίτη, και τα munera mixta, όπου ο πολίτης αναλάμβανε την ευθύνη της καταβολής των αυτοκρατορικών φόρων.18 Λειτουργίες, αλλά πιο κοντά στο πνεύμα των ανάλογων θεσμών της κλασικής Αθήνας, θεωρούνταν και η γυμνασιαρχία, η αγωνοθεσία και η πανυγηριαρχία. Ο γυμνασίαρχος ήταν υπεύθυνος για τη συντήρηση και την κάλυψη των τρέχοντων εξόδων του γυμνασίου. Ο αγωνοθέτης ως υπεύθυνος των αγώνων κάλυπτε τα έξοδα των αθλητών, των αθλημάτων και των βραβείων. Ο πανυγηριάρχης αναλάμβανε το συντονισμό των εορτών και τα έξοδα τουλάχιστον ενός δωρεάν γεύματος στους συμπολίτες του.19

5. Σύλλογοι

Θεσμός των περισσότερων πόλεων στη Μικρά Ασία με ιδιαίτερο κύρος ήταν οι δύο σύλλογοι των «Νέων» και της «Γερουσίας». Οι «Νέοι» ήταν αθλητικός σύλλογος που σταδιακά απέκτησε και κοινωνικές διαστάσεις και είχε μέλη του νεαρούς άνδρες που είχαν ολοκληρώσει τη θητεία τους ως έφηβοι. Η γερουσία χρονολογείται από τον 3ο αι. π.Χ. και είχε καθαρά κοινωνικό χαρακτήρα. Διέθετε γυμνάσιο και τα μέλη της ήταν εξέχοντες πολίτες. Την περίοδο της Αυτοκρατορίας μαζί με τη βουλή και την εκκλησία του δήμου είχε το δικαίωμα να καταθέτει τιμητικά ψηφίσματα. Και οι δύο σύλλογοι δέχονταν δωρεές και διέθεταν πρόεδρο, γραμματέα και ταμία.20

6. Φορολογία

Οι κυβερνήτες της επαρχίας κατά την περίοδο της ρωμαϊκής Δημοκρατίας αντιλαμβάνονταν το διάστημα της θητείας τους ως τη χρυσή ευκαιρία για να βελτιώσουν την οικονομική τους κατάσταση. Χωρίς ουσιαστικό έλεγχο από τη Ρώμη και σε συνεργασία με τους φοροεισπράκτορες (publicani) απέβλεπαν στην αδίστακτη εκμετάλλευση της επαρχίας. Οι πολίτες πλήρωναν φόρο για την ενοικίαση δημόσιας γης και τελωνιακούς δασμούς (portoria), ενώ συχνά κατέφευγαν και σε δωροδοκίες, προσφέροντας δώρα στους υπαλλήλους της Ρώμης. Η απάνθρωπη συμπεριφορά των φοροεισπρακτόρων κάποιες φορές οδήγησε σε κοινωνικές αναταραχές που είχαν στόχο τους εύπορους πολίτες και τους Ρωμαίους αξιωματούχους. Χαρακτηριστικά είναι τα γεγονότα του 88 π.Χ., όταν με προτροπή του Μιθριδάτη Στ’ του Πόντου οι πολίτες αρκετών πόλεων της Μικράς Ασίας προέβησαν στη δολοφονία των Ρωμαίων που κατοικούσαν σε αυτές. Οι πηγές αναφέρουν ότι 80.000 άνθρωποι σφαγιάστηκαν σε μία μόνο ημέρα, αριθμός όμως που θεωρείται υπερβολικός. Σε άλλη περίσταση, το 20 π.Χ., Ρωμαίοι πολίτες δολοφονήθηκαν στην Κύζικο στο πλαίσιο συμπλοκών που προκάλεσε η έλλειψη σιτηρών. Αποτέλεσμα αυτών των ενεργειών ήταν η ανάκληση του προνομίου της ελευθερίας που έχαιρε η πόλη από τον Αύγουστο.21

Φορολογικές μεταρρυθμίσεις έγιναν στα χρόνια του Αυγούστου οπότε καταργήθηκαν οι προγενέστερες φοροεισπρακτικές μέθοδοι και η βουλή κάθε πόλης ορίστηκε υπεύθυνη για την αξιολόγηση των φορολογουμένων και για την είσπραξη των φόρων. Η συλλογή των φόρων βασίστηκε στην τακτική απογραφή του πληθυσμού και των περιουσιακών στοιχείων. Οι φοροεισπράκτορες ονομάζονταν δεκάπρωτοι και δεν ήταν απαραίτητα μέλη της βουλής. Τα δεκαπρώτια θεωρούνταν μία από τις λειτουργίες και ανήκαν στα munera mixta.22

Σε αντίθεση με τους κυβερνήτες της περιόδου της Δημοκρατίας, οι ανθύπατοι είχαν μέλημά τους τα συμφέροντα του αυτοκράτορα. Τη Ρώμη την ενδιέφερε η οικονομική ανάπτυξη και η ευημερία της επαρχίας, συνθήκες που θα εγγυούνταν τη συλλογή των φόρων και την αύξηση των εσόδων στο ταμείο της.23

7. Νέες πόλεις – Αποικίες

Οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες, υιοθετώντας την πολιτική του Πομπήιου στην περιοχή του Πόντου, προώθησαν την ίδρυση νέων πόλεων στη Μικρά Ασία και την εξέλιξη μικρών κοινοτήτων σε πόλεις. Με αυτές τις διαδικασίες ασχολήθηκαν περισσότερο ο Αύγουστος, ο Βεσπασιανός και ο Αδριανός. Η αστικοποίηση αποτελούσε ένδειξη της προόδου και της ευημερίας, απόρροια της ειρήνης και της ασφάλειας που επέφερε η επικράτηση του Αυγούστου (Pax Romana/Pax Augusta). Αρκετές νέες πόλεις, καθώς και κάποιες παλιότερες που μετονομάστηκαν, έφεραν ονόματα όπως Καισάρεια, Νεοκαισάρεια, Σεβαστή, Σεβαστόπολις κ.λπ. προς τιμήν του αυτοκράτορα.24 Στα χρόνια του Αυγούστου σε κάποιες πόλεις παραχωρήθηκε το προνόμιο της ελευθερίας, ενώ άλλες διατήρησαν τα προνόμια της αυτοδιοίκησης, της ατέλειας, της εφαρμογής τοπικής φορολογίας κ.λπ. που είχαν μέχρι τότε. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος τις ονομάζει civitates foederatae ή liberae sine foedere και τις παραθέτει στο έργο του Historia Naturalis (Φυσική Ιστορία). Για την επαρχία της Ασίας αναφέρει ότι ελεύθερες πόλεις ήταν το Ίλιον, η Καύνος, η Κνίδος, τα Μύλασα, τα Αλάβανδα, η Στρατονίκεια και η Αφροδισιάς.25

Με το πέρας διάφορων εκστρατειών οι αυτοκράτορες ήρθαν αντιμέτωποι με το πρόβλημα της κοινωνικής επανένταξης των βετεράνων των ρωμαϊκών λεγεώνων. Η λύση που δόθηκε ήταν η ίδρυση αποικιών όπου αφενός οι βετεράνοι αποκτούσαν γη και αφετέρου εκτονωνόταν, μερικώς τουλάχιστον, το φαινόμενο του υπερπληθυσμού στην Ιταλική χερσόνησο. Οι περισσότερες γνωστές αποικίες στη Μικρά Ασία βρίσκονταν στη Βιθυνία, τον Πόντο και την Πισιδία, ενώ λιγότερες ιδρύθηκαν στη Λυκαονία, την Καππαδοκία, την Κιλικία και τη Γαλατία. Στην επαρχία της Ασίας ιδρύθηκε στα χρόνια της Δημοκρατίας το Πάριον και επί Αυγούστου η Αλεξάνδρεια Τρωάς.26

8. Το Κοινό της Ασίας

Στις αρχές του 1ου αι. π.Χ. ορισμένες πόλεις της επαρχίας τίμησαν συλλογικά τον Κ. Μούκιο Σκαιβόλα (Q. Mucius Scaevola), κυβερνήτη το 98 π.Χ., γιορτάζοντας τα Μουκίεια (Mucieia).27 Μέχρι την εποχή του Μάρκου Αντώνιου οι πόλεις αυτές είχαν οργανωθεί σε Κοινό, αναλαμβάνοντας συχνά να επικοινωνούν αιτήματα ή παράπονα των πολιτών στη σύγκλητο. Επί του Αυγούστου το Κοινό ανέπτυξε καθαρά θρησκευτικό χαρακτήρα και ανέλαβε την ευθύνη της λατρείας του αυτοκράτορα, έδρα της οποίας ήταν η Πέργαμος. Το γεγονός αυτό απέδωσε μεγάλο κύρος και σημασία στο Κοινό της Ασίας σε σχέση με τα υπόλοιπα Κοινά της Μικράς Ασίας. Το 26 μ.Χ. κατασκευάστηκε ναός προς τιμήν του αυτοκράτορα και στη Σμύρνη, ενώ λίγο αργότερα και στην Έφεσο. Οι συναντήσεις για τη διεξαγωγή των λατρευτικών τελετών και τη συζήτηση υποθέσεων που αφορούσαν το Κοινό λάμβαναν χώρα και στις τρεις πόλεις, οι οποίες είχαν τιμηθεί με τον τίτλο της νεωκόρου. Μετά τον 1ο αι. μ.Χ. οι αντιπροσωπείες των μελών του Κοινού συναντιόνταν στις Σάρδεις, την Κύζικο, τη Φιλαδέλφεια, τη Λαοδίκεια στο Λύκο, τη Μίλητο και τις Τράλλεις. Ο κύριος αξιωματούχος του Κοινού ήταν ο ασιάρχης με ενιαύσια θητεία. Ήταν Ρωμαίος πολίτης, πιθανότατα προερχόταν από τις εξέχουσες οικογένειες της πόλης και είχε την ευθύνη για τη σωστή διεξαγωγή της ετήσιας γιορτής στα γενέθλια του αυτοκράτορα.28



1. Jones, A.H.M., The Cities of the Eastern Roman Provinces2 (Oxford 1971), σελ. 51-52.

2. Magie, D., Roman Rule in Asia Minor. To the end of the 3rd century AD (Princeton 1950), σελ. 148-153.

3. Magie, D., Roman Rule in Asia Minor. To the end of the 3rd century AD (Princeton 1950), σελ. 157-158.

4. Macro, A.D., The Cities of Asia Minor under the Roman Imperium (ANRW II, Prinzipat 7, Berlin 1980), σελ. 663· Magie, D., Roman Rule in Asia Minor. To the end of the 3rd century AD (Princeton 1950), σελ. 154-155.

5. Heichelheim, F.M. – Yeo, C.A. – Ward, A.M., A History of the Roman People2 (New Jersey 1984), σελ. 185.

6. Heichelheim, F.M. – Yeo, C.A. – Ward, A.M., A History of the Roman People2 (New Jersey 1984), σελ. 195.

7. Deininger, J., Die Provinziallandtage der römischen Kaiserzeit: von Augustus bis zum Ende des dritten Jahrhunderts n. Chr. (Vestigia 6, München – Berlin 1965), σελ. 60.

8. Στράβ., Γεωγραφικά 13.4.5· Macro, A.D., The Cities of Asia Minor under the Roman Imperium (ANRW II, Prinzipat 7, Berlin 1980), σελ. 664.

9. Macro, A.D., The Cities of Asia Minor under the Roman Imperium (ANRW II, Prinzipat 7, Berlin 1980), σελ. 669-670· Burton, G.P., “Proconsuls, Assizes and the Administration of Justice under the Empire”,  JRS 65 (1975), σελ. 105.

10. Burton, G.P., “Proconsuls, Assizes and the Administration of Justice under the Empire”, JRS 65 (1975), σελ. 102-106.

11. Habicht, C., “New Evidence on the Province of Asia”, JRS 65 (1975), σελ. 67.

12. OGIS 458, 1.65· Μοδεστίνος, Dig. 27.1.6.2.

13. Πλίν., ΦΙ 5.95-126· Ins. von Didyma, 148, Ephesus 3653· Macro, A.D., The Cities of Asia Minor under the Roman Imperium (ANRW II, Prinzipat 7, Berlin 1980), σελ. 671 και σημ. 26· Habicht, C., “New Evidence on the Province of Asia”, JRS 65 (1975), σελ. 70· Jones, A.H.M., The Cities of the Eastern Roman Provinces2 (Oxford 1971), σελ. 64-90.

14. Burton, G.P., “Proconsuls, Assizes and the Administration of Justice under the Empire”, JRS 65 (1975), σελ. 93-94.

15. Pleket, H.W., “Political Culture and Political Practice in the cities of Asia Minor in the Roman Empire”, στο Schuller, W. (επιμ.), Politische Theorie und Praxis in Altertum (Darmstadt 1998), σελ. 210-212· Magie, D., Roman Rule in Asia Minor, to the end of the 3rd century AD (Princeton 1950), σελ. 62-63.

16. Magie, D., Roman Rule in Asia Minor, to the end of the 3rd century AD (Princeton 1950), σελ. 58-61.

17. Rife, J.L., “Officials of the Roman Provinces in Xenophon’s Ephesiaca”, ZPE 138 (2002), σελ. 96-104· Macro, A.D., The Cities of Asia Minor under the Roman Imperium (ANRW II, Prinzipat 7, Berlin 1980), σελ. 678-680.

18. Pleket, H.W., “Political Culture and Political Practice in the cities of Asia Minor in the Roman Empire”, στο Schuller, W. (επιμ.), Politische Theorie und Praxis in Altertum (Darmstadt 1998), σελ. 206· Jones, A.H.M., The Cities of the Eastern Roman Provinces2 (Oxford 1971), σελ. 340.

19. Rife, J.L., “Officials of the Roman Provinces in Xenophon’s Ephesiaca”, ZPE 138 (2002), σελ. 96-104· Macro, A.D., The Cities of Asia Minor under the Roman Imperium (ANRW II, Prinzipat 7, Berlin 1980), σελ. 678-680.

20. Pleket, H.W., “Political Culture and Political Practice in the cities of Asia Minor in the Roman Empire”, στο Schuller, W. (επιμ.), Politische Theorie und Praxis in Altertum (Darmstadt 1998), σελ. 206· Jones, A.H.M., The Cities of the Eastern Roman Provinces2 (Oxford 1971), σελ. 340.

21. Macro, A.D., The Cities of Asia Minor under the Roman Imperium (ANRW II, Prinzipat 7, Berlin 1980), σελ. 680.

22. Macro, A.D., The Cities of Asia Minor under the Roman Imperium (ANRW II, Prinzipat 7, Berlin 1980), σελ. 681· Magie, D., Roman Rule in Asia Minor, to the end of the 3rd century AD (Princeton 1950), σελ. 854-860 σημ. 37, 38.

23. Πλούτ., Σύλλας 24.4· Μέμν., Fragmenta Β.434.22.9.

24. Macro, A.D., The Cities of Asia Minor under the Roman Imperium (ANRW II, Prinzipat 7, Berlin 1980), σελ. 667-668· Magie, D., Roman Rule in Asia Minor, to the end of the 3rd century AD (Princeton 1950), σελ. 406 και 1260, σημ. 8.

25. Macro, A.D., The Cities of Asia Minor under the Roman Imperium (ANRW II, Prinzipat 7, Berlin 1980), σελ. 667.

26. Macro, A.D., The Cities of Asia Minor under the Roman Imperium (ANRW II, Prinzipat 7, Berlin 1980), σελ. 672-673· Jones, A.H.M., The Cities of the Eastern Roman Provinces2 (Oxford 1971), σελ. 59-84.

27. Πλίν., Φ.Ι. 4.71, 5.91-92, 5.104-109, 5.124, 5.132-139, 5.149, 6.7· Magie, D., Roman Rule in Asia Minor, to the end of the 3rd century AD (Princeton 1950), σελ. 473.

28. Macro, A.D., The Cities of Asia Minor under the Roman Imperium (ANRW II, Prinzipat 7, Berlin 1980), σελ. 674-675· Levick, B., Roman Colonies in Southern Asia Minor (Oxford 1967), σελ. 68-91.