Βασίλειο του Πόντου

1. Ίδρυση και έκταση

Το Βασίλειο του Πόντου ή Ποντικό Βασίλειο ιδρύθηκε το 281 π.Χ. περίπου από το Μιθριδάτη Α΄ στα Κιμιατά της Παφλαγονίας. Ο Φαρνάκης Α΄ προσάρτησε την περιοχή της Σινώπης στο βασίλειο, ενώ επέκτεινε τη διπλωματική του επιρροή στις ελληνικές πόλεις του Εύξεινου Πόντου. Με το θάνατο του Μιθριδάτη Ε΄ το βασίλειο εκτεινόταν από τις περιοχές της Παφλαγονίας δυτικά του ποταμού Άλυος έως την Αμάστριδα. Το Ποντικό Βασίλειο είχε ανοδική πορεία έως το 63 π.Χ., οπότε και πέθανε ο τελευταίος βασιλιάς1 του, ο Μιθριδάτης ΣΤ΄, ο οποίος είχε προσαρτήσει τις εκτάσεις από την Ηράκλεια έως τη Διοσκουριάδα, με αποτέλεσμα το βασίλειο να περιλαμβάνει περιοχές της Βιθυνίας, Παφλαγονίας, Καππαδοκίας, Γαλατίας, Κολχίδας και Μικράς Αρμενίας. Πρωτεύουσες του βασιλείου υπήρξαν η Αμάσεια μέχρι το 183 π.Χ. και έπειτα η Σινώπη έως το 63 π.Χ.

2. Ονομασία

Η εκάστοτε επικράτεια των Μιθριδατών, στη διάρκεια των δύο αιώνων ζωής της (281-63 π.Χ.), δεν ονομάστηκε ποτέ Βασίλειο του Πόντου. Οι τίτλοι των Μιθριδατών δεν είχαν εδαφικές αναφορές.2 Νομίσματα της περιοχής αναφέρονται στο βασιλιά που τα εξέδωσε (βασιλέως Μιθριδάτου, Φαρνάκου κτλ.) και όχι στον ηγεμόνα μιας περιοχής.3 Ο όρος είναι μεταγενέστερος και παρουσιάστηκε μετά το θάνατο του Μιθριδάτη ΣΤ΄ σε κείμενα της Ρωμαϊκής περιόδου. Η ίδρυση της ποντικής (ρωμαϊκής) λεγεώνας (legio Pontica) και του ποντικού (ρωμαϊκού) στόλου (classis Pontica) το 47 π.Χ.,4 καθώς και η χρησιμοποίηση του επιθέτου Ποντικός με εθνική σημασία ανάλογη του Ρωμαίος,5 βοήθησαν στην αναδρομική επιβολή του Ποντικός σε οτιδήποτε συσχετιζόταν με την ευρύτερη γεωγραφική περιοχή του Πόντου.6 Έτσι, από τα μέσα του 1ου αι. π.Χ. έως τη σύγχρονη εποχή η μιθριδατική δυναστεία είναι γνωστή ως οι βασιλείς του Πόντου και η επικράτειά τους ως το βασίλειο του Πόντου.

3. Ιστορικό πλαίσιο της ίδρυσης

Είναι πιθανό η ίδρυση του Ποντικού Βασιλείου να προήλθε από μια εθνικιστική αντίδραση. Ο Μιθριδάτης Α΄ ίσως να ίδρυσε το βασίλειο στην προσπάθειά του να ανεξαρτητοποιηθεί από τον Αντίγονο Α΄ (323-301 π.Χ.) της δυναστείας των Σελευκιδών, ώστε να διασώσει την εθνική και πολιτιστική του ταυτότητα ως Πέρσης ευγενής. Το γεγονός όμως ότι δεν αυτοανακηρύχτηκε βασιλιάς αμέσως μόλις εγκατέλειψε τον Αντίγονο (302/301 π.Χ.) υποδηλώνει ότι ίσως να ήθελε να δημιουργήσει μια ημιαυτόνομη επικράτεια υπό τον έλεγχο των Σελευκιδών, παρόμοια με τις περσικές σατραπείες. Έχοντας όμως στρατιωτική δύναμη, ανακήρυξε τον εαυτό του βασιλιά εγκαθιστώντας κληρονομική μοναρχία στην περιοχή που είχε υπό τον έλεγχό του, το αρχικό Βασίλειο του Πόντου.7 Και οι δύο πιθανές εξηγήσεις υποδηλώνουν την περσική επιρροή στην ημιαπομονωμένη βόρεια Μικρά Ασία.

4. Κοινωνία – Πολιτισμός

Η διοικητική και στρατιωτική οργάνωση της επικράτειας, καθώς και οι θρησκευτικές πεποιθήσεις των κατοίκων (Ελλήνων, Περσών και γηγενών), φανερώνουν ότι το Ποντικό Βασίλειο δέχτηκε ελληνικές/ελληνιστικές και περσικές/ανατολίτικες επιρροές. Τα σημαντικότερα πολιτιστικά και εμπορικά κέντρα του βασιλείου ήταν οι παραθαλάσσιες ελληνικές πόλεις (Ηράκλεια, Σινώπη, Αμισός κτλ.), η Αμάσεια και οι πόλεις-ιερά (Ζέλα, Ποντικά Κόμμανα κτλ.). Αν και το Βασίλειο του Πόντου διατήρησε την περσική κοινωνική οργάνωση, οι Μιθριδάτες έθεσαν τις βάσεις για τον εξελληνισμό της ενδοχώρας. Περσικές επιρροές που παρατηρούνται σήμερα στην ποντιακή γλώσσα και ομοιότητες μεταξύ της παραδοσιακής ποντιακής μουσικής και της ανάλογης περσικής πιθανόν να έχουν τις ρίζες τους στις πολιτισμικές ανταλλαγές μεταξύ των κατοίκων του Βασιλείου του Πόντου.8 Οι πολιτιστικές ζυμώσεις που συντελέστηκαν στον πληθυσμό της περιοχής κατά το διάστημα 281-63 π.Χ. έθεσαν τις βάσεις της ποντικής-ποντιακής ταυτότητας.

5. Διοίκηση

Οι Μιθριδάτες εφάρμοζαν την αρχή ότι ο λόγος του βασιλιά ήταν νόμος, όλοι ήταν υπήκοοί του και μόνο αυτός μπορούσε να δώσει ή να αφαιρέσει προνόμια από άτομα και ομάδες. Οι Μιθριδάτες, όπως και οι σύγχρονοί τους, ήξεραν ότι μόνο η αναγνώρισή τους από τον ελληνικό κόσμο, και ιδιαίτερα από την Αθήνα, μπορούσε να τους προσδώσει κύρος. Για αυτό το λόγο έκαναν προσπάθειες να εμφανιστούν ως φιλέλληνες, με ελληνική παιδεία και Έλληνες προγόνους.9 Ενώ είχαν δώσει ιδιαίτερα προνόμια στις ελληνικές πόλεις της επικράτειάς τους σχετικά με τη διανομή της γης, οι κανόνες εδαφικής ιδιοκτησίας βασίζονταν στα περσικά έθιμα.10 Επίσης, περσικές επιρροές υποδηλώνονται στην οικονομική διοίκηση του βασιλείου με την ύπαρξη βασιλικών οχυρωμένων θησαυροφυλακίων (γαζοφυλάκια).11 Η εξουσία των Μιθριδατών είχε τις ρίζες της στην απόλυτη θεϊκή μοναρχία και την επεκτατική πολιτική του Πέρση μονάρχη και των ηγεμόνων των ελληνιστικών κρατών.12

6. Στρατός

Οι περισσότεροι στρατηγοί του μιθριδατικού στρατού φαίνεται να ήταν φίλοι του βασιλιά και Έλληνες από το Ποντικό Βασίλειο, τη Μικρά Ασία και την κυρίως Ελλάδα.13 Οι στρατιώτες του τακτικού στρατού ξηράς προέρχονταν κυρίως από τις πολυάριθμες βαρβαρικές φυλές της ενδοχώρας.14 Οι κάτοικοι των ελληνικών πόλεων, χωρίς να ανήκουν στον τακτικό στρατό των Μιθριδατών, πολεμούσαν για να υπερασπιστούν την πόλη τους, η οποία όμως είτε ανήκε είτε επηρεαζόταν από το Βασίλειο του Πόντου. Όμως, δε φαίνεται να πολεμούσαν ως υπήκοοι του βασιλείου αλλά ως πολίτες της συγκεκριμένης πόλης.15 Το πολεμικό ναυτικό των Μιθριδατών φαίνεται να αποτελούνταν από δύο μέρη: το μικρό αριθμό πλοίων που έδιναν οι ελληνικές πόλεις του βασιλείου και το μεγαλύτερο αριθμό πλοίων που κατασκευάζονταν με έξοδα του βασιλιά.16 Η ένοπλη ναυτική δύναμη πιθανόν να αποτελούνταν από βαρβαρικές φυλές τις οποίες ο βασιλιάς εμπιστευόταν, ενώ οι βοηθητικές δυνάμεις από έμπειρους ναυτικούς, πιθανότατα ελληνικής καταγωγής.17 Επίσης, οι πειρατές της Κιλικίας φαίνεται να έπαιξαν ρόλο παρόμοιο με το μισθοφορικό στρατό ξηράς. Παρά την ποικίλη εθνολογική σύστασή του, ο μιθριδατικός στρατός ήταν πιστός στον εκάστοτε ηγεμόνα.18

7. Θρησκεία

Στο Βασίλειο του Πόντου, οι Έλληνες κάτοικοι συνήθως συμπεριλάμβαναν τοπικές θεότητες στο ελληνικό πάνθεο, όπως συνέβη στην Ηράκλεια Ποντική όπου οι γηγενείς φαίνεται να λάτρευαν θεότητες της γονιμότητας και της φύσης, ανάλογες με τη Μητέρα Γη και τις Νύμφες. Επίσης, ο Ζευς Στράτιος, που είχε σημαντική θέση στο Βασίλειο του Πόντου, ίσως να ήταν τοπική θεότητα, την οποία οι Έλληνες άποικοι αναγνώρισαν ως το Δία και οι Πέρσες Μιθριδάτες ως μια φανέρωση του Αχουρομάζδη.19 Η ανταλλαγή στοιχείων μεταξύ των θρησκειών των Ελλήνων αποίκων, των ντόπιων και των Περσών που κατοικούσαν στην περιοχή φαίνεται στην τοπική λατρεία ελληνοπερσικών θεοτήτων καθώς και στο θρησκευτικό συγκρητισμό μεταξύ ελληνικών και ιρανικών θεοτήτων.




1. Ηγεμόνες όπως οι Φαρνάκης Β΄, Πολέμων Α΄ κτλ. ονομάζονταν βασιλείς του Πόντου.  Όμως, δεν ανήκαν στο ανεξάρτητο Βασίλειο του Πόντου, γιατί εμφανίζονται ως υποτελείς της Ρώμης.

2. Για την αναλογία των Ποντικών ηγεμόνων με τους βασιλείς των ελληνιστικών κρατών βλ. Bevan, E.R., The House of Seleucus 1 (London 1966), σελ. 57.  Σε αντίθεση, οι βασιλείς των Περσών τιτλοφορούνταν βασιλείς της Μηδίας, Παρθίας, Αιγύπτου κτλ. Για σχετική βιβλιογραφία βλ. Kent, P.G., Old Persian: Grammar, Texts, Lexicon (New Haven – Connecticut 1953), σελ. 137-138, 119-120· Malandra, W.W., An Introduction to Ancient Iranian Religion:  Readings from the Avesta and the Achaemenid Inscriptions (Minneapolis 1983), σελ. 48, 50· Dandamaev, M.A. – Lukovin, V.G., The Culture and Social Institutions of Ancient Iran (Cambridge 1989), σελ. 90-91, 176.

3. Τα νομίσματα των πόλεων της εποχής ανέγραφαν την ονομασία της πόλης (π.χ. Φαρνάκειας) αντί του βασιλιά, δημιουργώντας μια αίσθηση ανεξαρτησίας στους πολίτες.  Όμως, υποδήλωναν έμμεσα τη σχέση τους με τη μιθριδατική δυναστεία μέσω περσικών συμβολισμών.  Βλ.  Ηead, B.V. – Hill, G.F. – MacDonald, G. – Wroth, W., Historia Numorum. A Manual of Greek Numismatics2 (Oxford 1911), σελ. 498-502.

4. Caes., Bell. Alex. 34, 40, 77·  IGRR IV.150· CIL VI.31856·  Starr, C.G., The Roman Imperial Navy (31 BC-AD 324) (Cambridge 1960)· French, D.H., “Classis Pontica”, Epig. Anat. 4 (1984), σελ. 53-60· Parker, H.M.D., The Roman Legions (Oxford 1928)· Keppie, L., The Making of the Roman Army from Republic to Empire (London 1984)· Isaac, B., The Limits of the Empire – The Roman Army in the East (Oxford 1990)· Davies, R.W., Service in the Roman Army (Edinburgh 1989).

5. Caes., Bell. Alex. 41.

6. Plin., Ep. 10.112-113· Στράβ. 11.8.4, 12.3.33· Linderski, J., “A Missing Ponticus”, AJAH 12.2 (1987), σελ. 159· Marshall, A.J., “Pompey’s Organisation of Bithynia-Pontus: Two Neglected Texts”, JRS 58 (London 1968), σελ. 107-109.

7. Αππ.,  Μιθριδ. 9· Απολλδ., FGrHist. 244 F82· Διονύσιος, FGrHist. 251 F5a.

8. Hemmerdinger, B., “158 Noms Communs Grecs d’ Origine Iranienne, d’ Eschyle au Grec Moderne”, Byzantinoslavica 30 (1969), σελ. 18-41· Σαμουηλίδης, Χ., Ιστορία του Ποντιακού Ελληνισμού (Θεσσαλονίκη 1992), σελ. 292· Συμεωνίδης, Χ.Π., “Ποντιακά έθιμα με ανατολίτικη προέλευση”, Αρχείον Πόντου 33 (1975-1976), σελ. 248-252· A Musical Anthology of the Orient, συλλογή της Collection από το International Music Council υπό τη διεύθυνση του Alain Danièlou· Παπαδόπουλος, Α.Α., Ιστορικόν Λεξικόν της Ποντιακής Διαλέκτου (Αθήνα 1961), βλ. λ. «κεμεντζέ».

9. Πλούτ., Αλέξ. 60, Σύλλ. 24.2, Λούκ. 32.5· Στράβ. 12.3.11· Αππ., Μιθριδ. 71.1, Συρ. 65· Πολύβ. 5.88-90· Αel., VH 5.11· Διόδ. Σ. 5.90.5.

10. Saprykin, S.Yu. – Maslennikov, A.A., “Bosporan Chora in the Reign of Mithridates VI Eupator and his Immediate Successors” (2), Ancient Civilisations from Scythia to Siberia 3.1 (1996), σελ. 1-14 (στα ρώσικα  Saprykin, S.Yu., “Eupator’s Law on Inheritance and its Role in the History of the Pontic Kingdom”, VDI 197 (1991), σελ. 181-197 (στα ρώσικα με περίληψη στα αγγλικά).

11. Στράβ. 12.3.28. Σύμφωνα με το Θεόφραστο (ΦΙ 8.11.5), η ιρανική λέξη gaza σημαίνει θησαυρός. Για παρόμοιους όρους στο Βασίλειο του Βοσπόρου βλ. Saprykin, S.Yu. – Maslennikov, Α.A., “Bosporan Chora in the Reign of Mithridates VI Eupator and his Immediate Successors” (2), Ancient Civilisations from Scythia to Siberia 3.1 (1996) σελ. 6-7 (στα ρώσικα)· Στράβ. 11.2.8.

12. Για τη σχέση της μιθριδατικής με την περσική δυναστεία βλ. De Vir. Illustr. 76.1· Διόδ. Σ. 19.40.2· Florus 1.40.1· Πολύβ. 5.43.2-3· Αππ., Μιθριδ. 12· Justin 38.7.1· Sallust., Hist. 2.85· Tac., Ann. 12.18.2· Bosworth, A.B. – Wheatley, P.V., “The Origins of the Pontic House”, JHS 118 (1998), σελ. 155-164· Head, B.V. – Hill, G.F. – MacDonald, G. – Wroth, W., Historia Numorum. A Manual of Greek Numismatics2 (Oxford 1911), σελ. 502· Seltman, C., Greek Coins (London 1933), σελ. 237. Για το Μέγα Αλέξανδρο βλ. Bosworth, A.B., “Alexander and the Iranians”, JHS 100 (1980), σελ. 14-20. Για τα ελληνιστικά βασίλεια βλ. Bevan, E.R., The House of Seleucus 1 (London 1966), σελ. 31-32· McEwan, C.W., The Oriental Origin of Hellenistic Kingship (Chicago 1934), σελ. 30-31.

13. Αππ., Μιθριδ. 70, 75, 87· Στράβ. 10.4.10· Μέμνων, FGrHist. ΙΙΙ 434, F22.7· Πλούτ., Λούκ. 17.1, 19.2, 26.3· Griffith, G.T., The Mercenaries of the Hellenistic World (Chicago 1935), σελ. 188· Bagnall, R.S. – Derow, P., Greek Historical Documents: The Hellenistic Period (California 1981), σελ. 87-88· Savalli-Lestrade, Ι., Les “Philoi” Royaux en Asie Hellénistique (Genéve 1998), σελ. 173-186, 251-253, 307-321.

14. Γαλάτες, Αρμένιοι, Βιθυνοί, Καππαδόκες και Φρύγες, Ηνίοχοι, Λευκοσύριοι και όσοι βρίσκονται κοντά στο Θερμώδοντα ποταμό, Σκύθες, Ταύροι, Σαυρομάτες (Σαρμάτες), Ιάζυγες, Κόραλλοι, Βαστέρνοι, Θράκες και εκείνοι που κατοικούν στους ποταμούς Τάναϊν (Ντον) και Ίστρο (Δούναβη), στη Μαιώτιδα λίμνη (θάλασσα Αζόφ) και στα όρη της Ροδόπης και του Αίμου (Αππ., Μιθριδ. 15, 19, 41, 46, 69, 71, 79, 109, 111· Justin 38.3.6-7, 38.4.9· Δίων Κ. 36.9.3-4· Μέμνων, FrGrHist 434 F 27.7· Πλούτ., Λούκ. 16.1).

15. Για το μιθριδατικό στρατό βλ. Reinach, T., Mithridate Eupator, Roi du Pont (Paris 1890), σελ. 264-265· Griffith, G.T., The Mercenaries of the Hellenistic World (Chicago 1935), σελ. 183-186· Stefanidou, V., “The Identity of the Army of Mithridates VI”, Tsetskhladze G. et al. (eds), Proceedings of the Second International Congress on Black Sea Antiquities, Ankara, 2-9 September 2001, Oxford. (πρακτικά υπό έκδοση).

16. Αππ., Μιθριδ. 10, 13, 15, 22, 25, 69· Florus 1.40 18.

17. Για παρόμοια τακτική των βασιλιάδων της Περσίας βλ. Ηρ. 7.81, 7.95-96· Διόδ. Σ. 11.2.1, 11.3.7-8.

18. Για παρόμοιες μεθόδους του Μεγάλου Αλεξάνδρου βλ. Bosworth, A.B., “Alexander and the Iranians”, JHS 100 (1980), σελ. 14, 17-18, 20· Badian, E., “Alexander the Great and the Unity of Mankind”, Historia 7 (1958), σελ. 201.

19. Αππ., Μιθριδ. 66, 70· SEG 30,1449A· Ηρ. 1.171, 5.119· Cumont, F. – Cumont, E., “Voyage d’ exploration archéologique dans le Pont et la Petit Arménie”, Studia Pontica 2 (Brussels 1906), σελ. 371-384· Farnell, L.R., The Cults of the Greek States 1 (Oxford  1896), σελ. 59.