1. Εισαγωγή - Γεωγραφική θέση *
Το αρχαίο και μεσαιωνικό κάστρο και λιμάνι της Αγαθοπόλεως, της σημερινής Αχτοπόλ (Ахтопол), βρἰσκεται στην ομώνυμη χερσόνησο στις ΝΑ ακτές του Ευξείνου Πόντου. Η χερσόνησος έχει απότομες ακτές με ανώτατο ύψος 20 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, και περιλαμβάνει μια οχυρωμένη περιοχή έκτασης 300х500 μέτρων.
2. Πηγές
Το παλαιότερο γνωστό όνομα του οικισμού είναι Aulaetichus (Αὐλαίου τεῖχος). Έτσι αναφέρεται στον Περίπλου του Ευξείνου Πόντου (Periplus Ponti Euxini) του Φλαβίου Αρριανού από το 130-131 μ.Χ. Περιγράφεται ως κάστρο που περιβάλλεται από τείχος. Τα νομίσματα του 4ου αιώνα που βρέθηκαν εκεί και φέρουν την επιγραφή «ΑΓΑΤ[Ο] –(πολις)» δείχνουν πως αυτό το όνομα του οικισμού ήταν σε χρήση πολύ πριν εμφανιστεί στις βυζαντινές πηγές. Οι παλαιότερες από αυτές είναι η notitia του αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ΄ (886-912) και το ιστοριογραφικό έργο του Γεώργιου Παχυμέρη (1241-1310).
3. Αρχαιότητα
Το όνομα σημαίνει “πόλη της ευημερίας”. Σε θάλάσσιους χάρτες και ιταλικα εγχειρίδια ακτοπλοΐας(πορτολάνους) από τον ύστερο 13ο και τον 14ο αιώνα εμφανίζεται ως “Gatopoli”.
Τα όστρακα και οι λίθινοι πέλεκεις που βρέθηκαν μαρτυρούν την ύπαρξη οικισμού ήδη από το 5000 π.Χ. Άλλα ευρήματα επιβεβαιώνουν την συνεχή παρουσία θρακικών φύλων στην περιοχή. Η ίδρυση του οικισμού ως πόλεως έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια του Ελληνικού Αποικισμού στον Εύξεινο Πόντο στον 7ο και 6ο αιώνα π.Χ. Τούτο αποδεικνύεται αναμφισβητητα από αρχαιολογικά ευρήματα. Οι αμφορείς και οι άγκυρες που ανακαλύφθηκαν σε υποβρύχιους αρχαιολογικούς χώρους δείχνουν εμπορικές επαφές που χρονολογούνται από τον 6ο αιώνα π.Χ., πράγμα που επιβεβαιώνεται από τα νομίσματα που βρέθηκαν στην περιοχή. Από τον 4ο αιώνα π.Χ. η Αγαθόπολις έκοβε το δικό της νόμισμα.
Είναι πιθανό πως η Αγαθόπολις ήταν η μοναδική θαλάσσια αποικία των Αθηναίων στην περιοχή. Δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία για το πότε η πόλη εντάχθηκε στη ρωμαϊκή επαρχία της Θράκης· τούτο μάλλον συνέβη στα μέσα του 1ου αιώνα π.Χ. Μετά το 330 ο οικισμός, όπως και άλλοι των δυτικών παραλίων του Ευξείνου, περιλαμβανόταν στην επικράτεια του Βυζαντίου και είχε μεγάλη οικονομική και στρατηγική σημασία για την Αυτοκρατορία. Κατά τον 6ο αιώνα οι επιδρομές των βαρβαρικών και σλαβικών φύλων έφτασαν μέχρι την Αγαθόπολη.
4. Μέσοι Χρόνοι
Με την ίδρυση του βουλγαρικού κράτους στο δεύτερο μισό του 7ου αιώνα ο οικισμός βρέθηκε στη διαμφισβητούμενη συνοριακή ζώνη μεταξύ των Βουλγάρων και των Βυζαντινών. Έτσι, η Αγαθόπολις περιλαμβανόταν στην επικράτεια πότε του ενός και πότε του άλλου κράτους. Το 705 η πόλη παραχωρήθηκε από τον Ιουστινιανό Β΄ Ρινότμητο (685-695, 705-711)στον βούλγαρο Τερβέλ (701-721) , μια κατάσταση που διατηρήθηκε έως το 760 περίπου.
Αφότου το βουλγαρικό κράτος υιοθέτησε τον χριστιανισμό το 864, η Αγαθόπολις έγινε έδρα επισκοπής. Από τότε και μέχρι το 971, παρά τις συχνές πολεμικές διαμάχες μεταξύ του Βυζαντίου και των Βουλγάρων, ο οικισμός βρισκόταν, με κάποια διαλείμματα, σε βουλγαρική επικράτεια. Ωστόσο, δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία για την ιστορία της Αγαθοπόλεως αφότου το βουλγαρικό κράτος καταλήφθηκε και περιελήφθηκε στη βυζαντινή επικράτεια (1018-1185). Ο οικσμός εμφανίζεται μόνο σε του 9ου και 10ου αιώνα ως επισκοπή υπό τη δικαιοδοσία του μητροπολίτη Αδριανουπόλεως.
Με τη συνθήκη ειρήνης του 1187 το Βυζάντιο παραχώρησε την Αγαθόπολη και πάλι στο βουλγαρικό κράτος, όμως το 1263, κατά τον επόμενο πόλεμο μεταξύ των δύο κρατών, το Βυζάντιο πήρε πάλι την πόλη υπό την κατοχή του. Σύμφωνα με τον Γεώργιο Παχυμέρη, ο βούλγαρος βασιλιάς Σβετοσλάβ Τερτέρ (1300-1322) κατέλαβε την Αγαθόπολη μαζί με άλλες βυζαντινές πόλεις και κάστρα το 1304. Μετά τον θάνατό του, με τη συνθήκη του 1324, ο οικισμός περιήλθε εκ νέου στο Βυζάντιο για να υπαχθεί και πάλι σε βουλγαρική κυριαρχία το 1331. Τον Οκτώβριο του 1366 η πόλη καταλήφθηκε από τον στόλο του κόμητος Αμεδαίου ΣΤ' της Σαβοΐας, ο οποίος την παραχώρησε στον Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο (1341-1391). Η πρώτη επιδρομή των Οθωμανών πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 1396. Το 1403 οι Οθωμανοί επέστρεψαν την πόλη στους Βυζαντινούς. Λίγα χρόνια πριν την άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453) ο οικισμός ενσωματώθηκε οριστικά στην οθωμανική επικράτεια.
Η αλιεία κάλυπτε τις τοπικές ανάγκες και επέτρεπε την εξαγωγή του πλεονάσματος στην Κωνσταντινούπολη. Εξάγονταν επίσης αγροτοκτηνοτροφικά προϊόντα: κρέας, κρασί, σιτάρι, όπως και κάρβουνα που παράγονταν από τα δάση του βουνού Στράντζα.
5. Αρχαιολογικές μαρτυρίες
Δύο λίθινες επγραφές από τον πρώιμο 3ο και τον ύστερο 3ο ή πρώιμο 4ο αιώνα π.Χ. δείχνουν πως κατά την ελληνιστική περίοδο η πόλη, όπως άλλοι παραθαλάσσιοι οικισμοί των ακτών του Ευξείνου, διοικείτο από βουλή. Τείχος ύψους 12-14 μέτρων και πλάτους 1,5-3,3 μέτρων, όπως και ένα πέτρινος πύργος, είχαν οικοδομηθεί για την άμυνα της πόλης. Αν και ανοικοδομήθηκαν πολλές φορές, η κυρίως κατασκευή τοποθετείται στα τέλη του 5ου και τις αρχές του 6ου αιώνα, στη διάρκεια της βασιλείας του αυτοκράτορα Αναστασίου Α΄ (491-518). Μέρη του πύργου και του τείχους είναι ορατά και σήμερα.
Οι αναθηματικές πλάκες από την Αγαθόπολη, όπως εκείνες που είναι αφιερωμένες στον Ήρωα Στομιανό, υποδεικνύουν λατρεία θρακικών θεοτήτων. Σε ύψωμα είχε ανεγερθεί ναός αφιερωμένος σε ελληνικές θεότητες. Ερείπιά του (κιονόκρανα, κίονες, τμήματα κοσμήτη), χαρακτηριστικά ενός επιβλητικού λατρευτικού οικοδομήματος, είναι ορατά και σήμερα. Ο εκχριστιανισμός πιθανότατα έλαβε χώρα στον 3ο και 4ο αιώνα, όπως και σε άλλους οικισμούς των δυτικών ακτών του Ευξείνου. Τον 9ο αιώνα η Αγαθόπολις έγινε έδρα επισκοπής. Μετά την κατάκτηση της Αδριανούπολης από τους Οθωμανούς η μητροπολιτική της έδρα μεταφέρθηκε προσωρινά στην Αγαθόπολη. Στην Αγαθόπολη υπήρχαν δύο μεγάλοι τρουλαίοι σταυροειδείς χριστιανικοί ναοί του 14ου και 15ου αιώνα, εκ των οποίων ένας ήταν ο καθεδρικός ναός της πόλης. Ο καθένας τους είχε μήκος μεταξύ 20 και 30 μέτρων. Σήμερα υπάρχουν μόνο τα ερείπιά τους. Κατά τους Μέσους Χρόνους η περιοχή της Αγαθοπόλεως, γνωστή ως Παρορία, έβριθε χριστιανικών ναών και ήταν κέντρο του μυστικιστικού και ασκητικού κινήματος του Ησυχασμού. Στην πόλη δεν έχουν πραγματοποιηθεί συστηματικές ανασκαφές.
* η επιμέλεια του λήμματος αυτού δεν έχει ολοκληρωθεί (σημ. επιμ.)
|