| 
 αντηρίδα, η 
Οι αντηρίδες είναι λίθινα ή ξύλινα στηρίγματα συνήθως σε τοίχους, αντερείσματα.
 
    
 
 | 
	
		| 
 διάτονοι λίθοι, οι 
Λίθοι που καταλαμβάνουν όλο το πλάτος του τοίχου.
 
    
 
 | 
	
		| 
 εκκλησιαστήριον, το   
Ειδικό οικοδόμημα που χρησίμευε για τις συνελεύσεις της εκκλησίας του δήμου. Μικρό θέατρο.
 
    
 
 | 
	
		| 
 εξέδρα, η  
1. Ημικυκλική κατασκευή υπαίθρια ή στεγασμένη, η οποία διέθετε χαμηλά θρανία ή καθίσματα, που αναπτύσσονταν περιμετρικά. 2. Τύπος αίθουσας της παλαίστρας με πλευρά ανοιχτή προς την κεντρική αυλή, η οποία διαμορφώνεται με κιονοστοιχία. Οι εξέδρες στα γυμνάσια και τις παλαίστρες εξυπηρετούσαν ποικίλες λειτουργίες. Τέτοιας μορφής αίθουσα ήταν συχνά το εφηβείον.
 
    
 
 | 
	
		| 
 θριγκός, ο 
Το τμήμα του οικοδομήματος πάνω από το επίπεδο των κιόνων. Αποτελείται από το επιστύλιο, τη ζωφόρο (ή τρίγλυφα και μετόπες στο δωρικό ρυθμό) και το γείσο.
 
    
 
 | 
	
		| 
 κιλλίβαντας, ο 
Αρχιτεκτονικό στέλεχος τετράγωνης ή ορθογώνιας διατομής που προεξέχει από τον τοίχο και αποσκοπεί στη στήριξη των υπερκείμενων αρχιτεκτονικών προεξοχών, όπως είναι οι εξώστες, ή διακοσμητικών στοιχείων, όπως τα γείσα. Συνήθως διακοσμείται με σπείρες ή έλικες. Ονομάζεται επίσης κονσόλα ή φουρούσι.
 
    
 
 | 
	
		| 
 κόγχη, η 
Ημικυκλικής κάτοψης εσοχή στην επιφάνεια του τοίχου. Κόγχη ονομάζεται επίσης η αψιδωτή απόληξη μιας πλευράς ορθογώνιου χώρου.
 
    
 
 | 
	
		| 
 κονίαμα, το 
Πολτώδες παρασκεύασμα που αποτελείται από χώμα, νερό, κόκκους άμμου, θηραϊκής άμμου ή μαρμάρου. Χρησιμοποιείται είτε ως συνδετικό υλικό μεταξύ λίθων ή πλίνθων, εξασφαλίζοντας στερεότητα, είτε για την επίχριση τοιχοποιίας, εξασφαλίζοντας την προστασία της.
 
    
 
 | 
	
		| 
 κρηπίδα, η / κρηπίδωμα, το  
Η βάση αρχαίου οικοδομήματος. Συχνά περιλαμβάνει μία ή περισσότερες βαθμίδες, συνήθως τρεις. Η ανώτερη από αυτές λέγεται στυλοβάτης, γιατί πάνω της στηρίζονται απευθείας οι κίονες.
 
    
 
 | 
	
		| 
 ορχήστρα, η 
Χώρος ανάμεσα στη σκηνή και το κοίλο του αρχαίου θεάτρου, όπου διεξάγονται τα θεατρικά δρώμενα. Είναι συνήθως ημικυκλικού σχήματος και σπανιότερα κυκλικού.
 
    
 
 | 
	
		| 
 περιστύλιο, το  
Η κιονοστοιχία που περιβάλλει ένα οικοδόμημα ή έναν υπαίθριο χώρο.
 
    
 
 | 
	
		| 
 στοά, η 
Επίμηκες επιστεγασμένο δημόσιο κτήριο υποβασταζόμενο στη μία πλευρά του από κιονοστοιχίες. Κατ’ επέκταση, είναι και ο επιστεγασμένος διάδρομος που υποβαστάζεται από κιονοστοιχίες.
 
    
 
 | 
	
		| 
 τόξο, το 
Ημικυκλική κατασκευή που καλύπτει ανοίγματα στην τοιχοποιία και είναι ικανή να φέρει το βάρος των υπερκείμενων όγκων και να μεταφέρει τις πιέσεις στα πλάγια. Συχνά έχει διακοσμητικό ρόλο.
 
    
 
 | 
	
		| 
 ψευδοϊσόδομη τοιχοποιία, η 
Σύστημα τοιχοποιίας του οποίου οι στρώσεις δεν είναι ισοϋψείς, αλλά μεταξύ μιας ή περισσότερων παρεμβάλλονται χαμηλότερες. Διακρίνεται, όπως και το ισόδομο σύστημα, σε ορθογώνιο και τραπεζιόσχημο, ανάλογα με το είδος των αρμών.
 
    
 
 | 
	
		| 
 ψευδοτόξο, το 
Τόξο διακοσμητικού χαρακτήρα που σχηματίζεται με κατάλληλη λάξευση των προεξεχόντων λίθων της τοιχοποιίας του ανοίγματος, σε αντίθεση με τα αληθινά φέροντα τόξα που κατασκευάζονται από λαξευμένες σφηνοειδείς πέτρες.
 
    
 
 |