| 
 opus quadratum, το 
Σύστημα τοιχοποιίας που αντιστοιχεί στο ισόδομο σύστημα. Αποτελείται από ισοϋψείς δόμους, δηλαδή στρώσεις λαξευμένων λίθων με τις ίδιες διαστάσεις.
 
    
 
 | 
	
		| 
 βασιλική των θερμών, η  
Ο όρος βασιλική χρησιμοποιείται για κοσμικά και θρησκευτικά ιδρύματα. Η κοσμική βασιλική βρισκόταν στην αγορά ή στις θέρμες. Λειτουργούσε κυρίως ως αίθουσα κοινωνικής χρήσης, όπως η δημόσια βασιλική στη ρωμαϊκή αγορά. Αν η βασιλική ήταν αρκετά ευρύχωρη, μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και ως εσωτερική παλαίστρα και, πιο σπάνια, ως αποδυτήριο.
 
    
 
 | 
	
		| 
 γυμνάσιο, το 
Δημόσιο οικοδόμημα το οποίο αποτελούνταν από μεγάλη εσωτερική υπαίθρια αυλή, όπου γίνονταν γυμναστικές και αθλητικές ασκήσεις. Θεωρούνταν, όπως και οι παλαίστρες, ιερός χώρος, όπου λατρεύονταν ο Ηρακλής και ο Ερμής. Σε μεταγενέστερη περίοδο συνδυαζόταν με τα δημόσια λουτρά.
 
    
 
 | 
	
		| 
 διάδημα, το 
Ταινία από ύφασμα ή μέταλλο η οποία δενόταν στο κεφάλι. Αποτελούσε κόσμημα της κεφαλής, αλλά και θρησκευτικό έμβλημα. Στους λαούς της Ανατολής ήταν και έμβλημα της βασιλικής εξουσίας. Ο Μέγας Αλέξανδρος παρέλαβε από τους Πέρσες τη χρήση του ως βασιλικού συμβόλου.
 
    
 
 | 
	
		| 
 θερμός οίκος, ο (λατ. caldarium, το) 
Απόδοση στα ελληνικά του λατινικού όρου caldarium, που προέρχεται από το ρήμα caleo (= ζεσταίνω). Στα ελληνικά είναι δόκιμος και ο όρος «ένδον οίκος». Πρόκειται για το κύριο δωμάτιο των λουτρών των ρωμαϊκών θερμών για ένα ζεστό μπάνιο και για μπάνιο με ατμό λόγω της υψηλής υγρασίας.
 
    
 
 | 
	
		| 
 κόγχη, η 
Ημικυκλικής κάτοψης εσοχή στην επιφάνεια του τοίχου. Κόγχη ονομάζεται επίσης η αψιδωτή απόληξη μιας πλευράς ορθογώνιου χώρου.
 
    
 
 | 
	
		| 
 παλαίστρα, η 
Τμήμα του ελληνικού γυμνασίου ή ανεξάρτητο αρχιτεκτόνημα. Ήταν ο χώρος όπου ασκούνταν οι αθλητές στην πάλη. Αποτελούνταν από μία ορθογώνια αυλή η οποία περιβαλλόταν από αίθουσες ποικίλων χρήσεων για τους αθλητές, όπως αποδυτήρια, αίθουσες άθλησης, λουτρά και εξέδρες για τις ομιλίες.
 
    
 
 | 
	
		| 
 περιστύλιο, το  
Η κιονοστοιχία που περιβάλλει ένα οικοδόμημα ή έναν υπαίθριο χώρο.
 
    
 
 | 
	
		| 
 τοιχοποιία λογάδην, η (opus incertum, ουδ.) 
Ακανόνιστη λιθοδομή, τοιχοποιία που χρησιμοποιεί μικρές πέτρες ακανόνιστου σχήματος και μεγέθους για πρόσοψη τοίχου με γέμισμα από κονίαμα. 
 
    
 
 | 
	
		| 
 υπόκαυστο, το 
Το κύριο σύστημα θέρμανσης των ρωμαϊκών λουτρών. Ετυμολογικά σημαίνει «κάμινος που ζεσταίνει από κάτω». Στα πλήρως αναπτυγμένα υπόκαυστα η στρώση του δαπέδου του δωματίου (suspensura) στηριζόταν σε στυλίσκους (pilae). Ο κενός χώρος του δαπέδου θερμαινόταν από την κυκλοφορία των καυτών αερίων που παρήγε μια εστία (praefurnium), η οποία τροφοδοτούνταν εξωτερικά. Ο ζεστός αέρας περνώντας μέσα από πλίνθινους σωλήνες (tubuli ή tubi) θέρμαινε και τους τοίχους.
 
    
 
 | 
	
		| 
 φορμηδόν 
Σταυρωτά, σταυροειδώς.
 
    
 
 |