Η διπλή ιδιότητα
«Απολιπών προ 15ετίας το στάδιον των πολιτικών διαπληκτισμών, δύο θεότητας λατρεύω μόνον, είτε ως ερημίτης έγκλειστος εν τη οικία μου μένων, είτε τα υψηλά της πατρίδας μας και ένδοξα όρη περιηγούμενος, την Ποιητικήν και την Βοτανικήν. Αμουσοι τινές φίλοι μοι λέγουσιν σήμερον: -"Άφες την ποίησιν". Αύριον ίσως θέλουν κράξει: - Αφες την επιστήμην. Τουτέστι μηδενίσου, γενού κτήνος ως ημείς!"»
Ορφανίδης, Θ., Χίος Δούλη (1859) (τυπογραφείον Σούτσου & Κτενά), προοίμιο.
Ο ποιητής
«Εκ των ποιητών μας, που περισσότερον εγνώρισε και ηγάπησεν ο ελληνικός λαός μέχρι των τελευταίων χρόνων, είναι και ο Θεόδωρος Ορφανίδης. Δυνάμεθα μάλιστα να προσθέσωμεν ότι και έως σήμερον δεν έχασε πολύ από την δημοτικότητά του. Το δε σημαντικώτερον, ότι και τώρα πολλοί στίχοι του δεν ευρίσκονται εις αντίθεσιν προς την καλαισθησίαν και τας φιλολογικάς κλίσεις μιας μεγάλης τάξεως του αναγνωστικού μας κοινού. Διατηρείται αυτός εις την φιλολογικήν επιφάνειαν περισσότερον παρ’ ό,τι οι Σούτσοι, π.χ., ο Καρασούτσας, ο Παπαρρηγόπουλος και ο Βασιλειάδης. Το ύφος του, ιδίως εις τα σατυρικά του μας είναι γνώριμον και οικείον, οι τρόποι του εις την τέχνην έχουν ακόμη πέρασιν. Ο πολυγραφώτερος των σατυρικών μας, ο Σουρής, δύναται να κριθή όχι ως προς ολίγα, συνέχεια και εξέλιξις του σατυρικού Ορφανίδου, παραλλήλως δε και ο κ. Π. Δημητρακόπουλος, οξύτερος όμως ενίοτε και ικανώτερος».
Ζερβός, Ι., «Βιβλιογραφικόν Σημείωμα», στο Θεοδώρου Ορφανίδου, Απαντα (Αθήνα 1915), σελ. 3.
Μαρτυρία
«Τον Ορφανίδην εγνώρισα φοιτητής εις τα 1882. Εκάθητο εις το άκρον της επί της Λεωφόρου Αμαλίας καμπής προς το Ζάππειον, του σημερινού Εθνικού Κήπου, όπου ευρίσκετο άλλοτε η ωραία, ωσάν εξοχική βίλλα, κατοικία του. Ητον ευπροσήγορος, γελαστός, ένας χαρούμενος άνθρωπος, με κάποιον σαρκασμόν ειρωνείας εις τα άκρα των χειλέων, πριν ή ακόμη ολότελα τον καταβάλη σωματικά και πνευματικά η κόπωσις. Μ’ εδέχθη ανοιχτόκαρδα, όταν ήκουσε πως ήμουν σμυρναίος. Με ερώτησεν, ωσάν αναδιφών μέσα στην σκοτισμένην μνήμην του, διά την παλαιάν του πατρίδα. Και όταν έφευγα μου είπε με φανερόν τόνον νοσταλγού: "Α! πόσον θα ήθελα να επανέβλεπα, ή καλλίτερα, να έβλεπα την Σμύρνην!"»
Αργυρόπουλος, Μ., Χρονικά της Ανατολής. Σμύρνη. Σκιαγραφίαι (Αθήνα 1944), σελ.96-97.