|
|
|
|
|
ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ
|
|
διδάσκαλος των διδασκάλων
Κοσμικός ή κληρικός διδάσκαλος ιερατικών θεμάτων. Τον τίτλο έφερε κι όποιος δίδασκε στην Πατριαρχική Σχολή της Κωνσταντινούπολης ζητήματα περί πίστης ή ιερών γραφών.
|
μέγας σακελλάριος, ο
Εκκλησιαστικό αξίωμα. Ο κάτοχός του ασκούσε εποπτεία στα αντρικά και γυναικεία μοναστήρια της επισκοπής στην οποία ανήκε. Στο τέλος του 11ου αιώνα στον τίτλο του σακελλαρίου του Πατριαρχείου προστέθηκε το επίθετο μέγας. Την περίοδο εκείνη ο σακελλάριος είχε χάσει κάθε οικονομική δικαιοδοσία και ήταν υπεύθυνος για την εποπτεία των μοναστηριών της Κωνσταντινούπολης καθώς και για τη σύνταξη και εφαρμογή των πατριαρχικών πράξεων όσον αφορά τις χαριστικές δωρεές.
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|