Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Κοινόν Πόντου

Συγγραφή : Καμάρα Αφροδίτη (3/9/2001)

Για παραπομπή: Καμάρα Αφροδίτη, «Κοινόν Πόντου», 2001,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=4877>

Κοινόν Πόντου (23/6/2008 v.1) Koinon of Pontus (21/10/2008 v.1) 
 

1. Εισαγωγή

Το Κοινό του Πόντου ήταν ένα από τα πολλά Kοινά που δημιουργήθηκαν στη Ρωμαϊκή εποχή για να επιτευχθεί κάποια ομοιογένεια και συνοχή στις επαρχίες που είχαν συγκροτηθεί σύμφωνα με το ρωμαϊκό διοικητικό σύστημα και ανταποκρίνονταν στο ρωμαϊκό πνεύμα, ενάντια στην παράδοση της αυτονομίας που ίσχυε στον ελληνικό κόσμο.1 Σε αντίθεση όμως με άλλα Κοινά, το Κοινό του Πόντου δε μαρτυρείται στις φιλολογικές πηγές, ενώ και οι επιγραφικές και νομισματικές μαρτυρίες που πιστοποιούν την ύπαρξή του είναι πενιχρές και δημιουργούν συχνά ερωτηματικά στους μελετητές. Κάποιοι ιστορικοί μάλιστα πιστεύουν ότι το Κοινό δεν ήταν ένα, αλλά δύο, των οποίων συνδετικός κρίκος, ίσως και έδρα, να ήταν η πόλη Άμαστρις.2 Οι ενδείξεις όμως για κάτι τέτοιο δεν είναι επαρκείς, οπότε η θεωρία παραμένει αναπόδεικτη.

2. Οργάνωση και δραστηριότητες του Κοινού

Για το Κοινό των πόλεων του Πόντου κάνουν λόγο μερικές επιγραφές που χρονολογούνται από την περίοδο μεταξύ του 1ου και του 3ου αι. μ.Χ. Πρόκειται λοιπόν για θεσμό της Ρωμαϊκής εποχής. Αν ανατρέξουμε λίγο στην ιστορία του βασιλείου του Πόντου, αλλά και στη δημιουργία της επαρχίας Πόντου-Βιθυνίας από τον Πομπήιο (63 π.Χ.), θα αντιληφθούμε ότι υπήρχε ανάγκη για έναν τέτοιο θεσμό.3 Όταν ο Πομπήιος κατέκτησε την περιοχή του Πόντου, δημιούργησε έντεκα «κράτη» όπου επικεφαλής ήταν οι πόλεις Άμαστρις, Σινώπη, Αμισός, Πομπηιόπολη, Νεάπολη, Μαγνόπολη, Διόσπολη, Νικόπολη, Ζήλα, Μεγαλόπολη και Αβώνου τείχος (ή η Αμάσεια). Είναι πιθανό ότι στη φάση αυτή προσάρτησε στην επαρχία του Πόντου και τις δύο βιθυνικές πόλεις Ηράκλεια και Τίειον.4 Αντίστοιχη διάρθρωση έδωσε και στη Βιθυνία. Η διοίκηση της περιοχής ωστόσο ήταν προβληματική.

Ο Πομπήιος θέσπισε ένα νόμο, τη lex Pompeia, για τη διοίκηση των περιοχών που κατέκτησε. Ο νόμος αυτός αποσκοπούσε στην ένταξη των περιοχών αυτών στο ρωμαϊκό διοικητικό σύστημα. Ωστόσο, η χαλαρή προϋπάρχουσα δομή και οι ανεπαρκείς σε αριθμό πόλεις (μέσα σε ένα γεωγραφικό πλαίσιο όπου η βάση της ζωής ήταν η αγροτοκτηνοτροφική οικονομία, ο πυρήνας της κατοίκησης οι αγροτικοί οικισμοί και τα ποσοστά νομαδικών πληθυσμών ιδιαίτερα μεγάλα) ανάγκασαν τον Πομπήιο να διαφοροποιήσει το διοικητικό σύστημα για τις παρευξείνιες περιοχές και να αφήσει μεγάλο μέρος της διοικητικής οργάνωσης στις πόλεις, αρκετές από τις οποίες ανακηρύχθηκαν ελεύθερες. Έτσι, οι αγροτικές περιοχές, οι οποίες στο κράτος του Μιθριδάτη εξαρτιόνταν απευθείας από το μονάρχη, τώρα αποτέλεσαν τμήμα της χώρας των πόλεων, οι οποίες ήταν και υπεύθυνες για τη συλλογή των φόρων.5

Για να δημιουργηθεί μια συνοχή μεταξύ των πόλεων αυτών και να αποτίονται οι δέουσες τιμές αρχικά στη θεοποιημένη Ρώμη και αργότερα στο θεοποιημένο αυτοκράτορα, θεσπίστηκε ο θεσμός του Κοινού των πόλεων του Πόντου,6 για το οποίο κάνουν λόγο μερικές επιγραφές7 αλλά και νομίσματα.8 Σε σχέση με το κοινό αναφέρονται δύο αξιώματα, τα οποία ενδέχεται και να συμπίπτουν: του αρχιερέα Πόντου9 και του ποντάρχη.10 Ο τελευταίος τίτλος μάλιστα είναι πιο παλιός και απαντά από την εποχή της ρωμαϊκής Δημοκρατίας, πράγμα που κάνει τους μελετητές να πιστεύουν ότι το Κοινό του Πόντου δημιουργήθηκε το 63 π.Χ., δηλαδή αμέσως μετά την προσάρτηση του Πόντου από τον Πομπήιο (64 π.Χ.).

Στον Πόντο, αντίθετα από ό,τι σε άλλες επαρχίες, μαρτυρούνται και δύο γυναίκες με αρχιερατικό αξίωμα. Σε άλλη περίπτωση, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Λουκιανού, αρχιερέας είχε γίνει ένας επικούρειος φιλόσοφος, ο Λέπιδος από την Αμάστριδα.11 Τέλος, δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις στις οποίες το ίδιο πρόσωπο αναλάμβανε το αξίωμα και του ποντάρχη και του βιθυνιάρχη, του επικεφαλής δηλαδή του Κοινού της Βιθυνίας. Για το λόγο αυτό θεωρείται ότι τα δύο Κοινά βρίσκονταν σε στενή σχέση μεταξύ τους.12 Υπάρχει τέλος και μια περίπτωση ποντάρχη και λεσβάρχη.13

Από τις δραστηριότητες του Κοινού μας είναι γνωστοί μόνο κάποιοι αθλητικοί αγώνες που διοργανώθηκαν στη Νεοκαισάρεια.14 Επρόκειτο λοιπόν για όχι ιδιαίτερα δραστήριο Κοινό. Φαίνεται όμως ότι ο θεσμός είχε αρχίσει να παρακμάζει στον 3ο αιώνα και υπήρξε ελάχιστα δημοφιλής στους επιφανείς πολίτες του Πόντου, όπως τεκμηριώνουν οι ιδιαίτερες τιμές που αποδόθηκαν, σύμφωνα με επιγραφή, στον Αυρήλιο Αλέξανδρο Τειμοθέου, ο οποίος ανέλαβε τα καθήκοντα του ποντάρχη οικειοθελώς.15

3. Αποτίμηση

Είναι λοιπόν προφανές ότι ο θεσμός του Κοινού στον Πόντο είχε χαλαρότερη συνοχή και μικρότερη διάρκεια από ό,τι σε άλλες περιοχές της Μικράς Ασίας και του ρωμαϊκού κόσμου γενικά, πράγμα που εξηγείται από την απουσία στέρεων πολιτικών δομών στην περιοχή, η οποία στο παρελθόν είχε αποτελέσει βασίλειο και μάλιστα ανατολικού τύπου. Πέρα από τους αθλητικούς αγώνες και την ύπαρξη κάποιων αξιωμάτων, το Κοινό του Πόντου δε φαίνεται να απέκτησε ποτέ πολιτική οντότητα ούτε και να επηρέασε τις εξελίξεις στην πολιτική ζωή της περιοχής.

1. Δεν πρέπει βέβαια να θεωρήσει κανείς ότι τα Κοινά αποτέλεσαν ρωμαϊκή σύλληψη. Αντίθετα, στον ελληνικό χώρο ιδρύονταν από τα Αρχαϊκά κιόλας χρόνια, πάντοτε με χαρακτήρα θρησκευτικό και πολιτικό. Άμεσος σκοπός τους ήταν η εξυπηρέτηση μιας κοινής λατρείας μεταξύ πόλεων ή πληθυσμών με την ίδια φυλετική καταγωγή ή γεωγραφική τοποθέτηση και έμμεσος η επίτευξη πολιτικής σταθερότητας και η σύναψη συμμαχίας μεταξύ των κοινοτήτων αυτών. Βλ. Beck, C., Polis und Koinon (Historia Einzelschriften 114, Stuttgart 1979).

2. Της γνώμης αυτής ήταν κυρίως ο Chapot, V., “La frontière nord de la Galatie et les κοινά de Pont”, στο Buckler, W.H. – Calder, W.M. (επιμ.), Anatolian studies presented to Sir William Ramsay (London 1923), σελ. 93 κ.ε.

3. Για τη δημιουργία της επαρχίας Πόντου και τη διοίκησή της βλ. Marek, C., Stadt, Ära und Territorium in Pontus-Bithynia und Nord-Galatia (Tübingen 1993), σελ. 36-37.

4. Ο Στράβ. 12.6 μαρτυρεί ότι η Ηράκλεια αποτέλεσε τμήμα της επαρχίας του Πόντου, ωστόσο η ένταξή της μπορεί και να συνέβη αργότερα.

5. Βλ. Wilson, D.R., The Historical Geography of Bithynia, Paphlagonia and Pontus in the Greek and Roman Periods. A New Survey with Particular Reference to Surface Remains still visible (Diss. Oxford University 1960), και Marek, C., Stadt, Ära und Territorium in Pontus-Bithynia und Nord-Galatia (Tübingen 1993).

6. Βλ. Deininger, J., Die Provinziallandtage der Römischen Kaiserzeit (München und Berlin 1965), και στο Mitchell, S., Anatolia Ι (Oxford 1993), σελ. 162.

7. Βλ. Kalinka, E., “Aus Bithynien und Umgegend”, ÖJ 28 (1933), σελ. 45-112, πίν. 73, αρ. 21 και πιν. 96, αρ. 67.

8. Bosch, C., Die Kleinasiatische Münzen der Römische Kaiserzeit (Stuttgart 1935), σελ. 77, πρβλ. RE 4 (1924), στήλ. 932, βλ. λ. “Koinon” (Ε. Kornemann).

9. Βλ. IGRR III, αρ. 79, 87, 90, και Kalinka, E., “Aus Bithynien und Umgegend”, ÖJ 28 (1933), σελ. 45-112, πίν. 73, αρ. 21.

10. Βλ. Mendel, G. "Catalogue des monuments grecs, romains et byzantins du Musée Impérial Ottoman de Brousse", BCH 33 (1909), σελ. 410, αρ. 410 (332)· CIG, αρ. 4183· IGRR III, αρ. 69, 87, 90, 95, 97, 115, 116, 1427.

11. Λουκ., Αλέξ. 25, 43, και IGRR III, αρ. 86.

12. Μία μάλιστα επιγραφή αναφέρεται στο «βειθυνιάρχην και ποντάρχην του κοινού ναού των μυστηρίων ιεροφάντην και σεβαστοφάντην”, IGRR III, αρ. 69.

13. IGRR III, αρ. 87.

14. Βλ. Moretti, L., Iscrizioni Agonistiche Greche (Roma 1953), αρ. 69 = SEG XIII 540, και κριτική από τον Bean, G.E., “Victory in the Pentathlon”, AJA 60 (1956), σελ. 361-368.

15. Βλ. Kalinka, E., "Aus Bithynien und Umgegend", ÖJ 28 (1933), σελ. 45-112, πίν. 96, αρ. 67.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>