|
|
|
|
|
ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ
|
|
ομολογητής, ο
Χριστιανός που διώχτηκε και βασανίστηκε για την πίστη του και διακρίθηκε για την υπεράσπιση του ορθόδοξου δόγματος σε περιόδους διωγμών, π.χ. κατά την περίοδο της Εικονομαχίας (726-787, 814-842). Η Εκκλησία ως αναγνώριση των αγώνων των ομολογητών τούς έχει ανακηρύξει αγίους ή οσίους.
|
προάστειον ή προάστιον, το
Κλήρος γης που βρισκόταν σε απόσταση από κάποιον κατοικημένο τόπο (αστικό κέντρο ή χωριό) και δεν κατοικούνταν από τον ιδιοκτήτη του, αλλά μόνο από τους δούλους ή τους μισθίους (εργάτες χωρικούς).
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|