| 
 αντηρίδα, η 
Οι αντηρίδες είναι λίθινα ή ξύλινα στηρίγματα συνήθως σε τοίχους, αντερείσματα.
 
    
 
 | 
	
		| 
 αργολιθοδομή, η (opus incertum) 
Τοιχοποιία από ακατέργαστους (αργούς) λίθους, ακανόνιστα τοποθετημένους με κονίαμα και μικρότερες πέτρες ή βήσαλα στους αρμούς.
 
    
 
 | 
	
		| 
 βασιλική, η 
Σημαντικός τύπος δημόσιου κτηρίου της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής που χρησίμευε ως δικαστική αίθουσα και χώρος εμπορικών συναλλαγών και χρηματιστηριακών πράξεων ή απλώς ως τόπος δημόσιων συγκεντρώσεων και ακροάσεων. Στα χριστιανικά χρόνια χρησιμοποιήθηκε ως τόπος λατρείας και μετεξελίχθηκε σε ναό, ο δε τύπος των ναών που ονομάζονται βασιλικές είναι λιτές δρομικές, δηλαδή επιμήκεις, δομές.
 
    
 
 | 
	
		| 
 δόμος, ο 
η οριζόντια στρώση λίθων ή πλίνθων. Λέγεται επίσης  στοίχος.
 
    
 
 | 
	
		| 
 θολίτες, οι 
Τούβλα ή λαξευμένες σφηνοειδείς πέτρες που σχηματίζουν το τόξο. 
 
    
 
 | 
	
		| 
 θριγκός, ο 
Το τμήμα του οικοδομήματος πάνω από το επίπεδο των κιόνων. Αποτελείται από το επιστύλιο, τη ζωφόρο (ή τρίγλυφα και μετόπες στο δωρικό ρυθμό) και το γείσο.
 
    
 
 | 
	
		| 
 καμάρα, η 
Θολωτή κατασκευή ημικυκλικής διατομής. Χρησιμοποιείται συχνά ως είδος απλής στέγης με ημικυλινδρικό θόλο.
 
    
 
 | 
	
		| 
 κιλλίβαντας, ο 
Αρχιτεκτονικό στέλεχος τετράγωνης ή ορθογώνιας διατομής που προεξέχει από τον τοίχο και αποσκοπεί στη στήριξη των υπερκείμενων αρχιτεκτονικών προεξοχών, όπως είναι οι εξώστες, ή διακοσμητικών στοιχείων, όπως τα γείσα. Συνήθως διακοσμείται με σπείρες ή έλικες. Ονομάζεται επίσης κονσόλα ή φουρούσι.
 
    
 
 | 
	
		| 
 λιθόπλινθος, ο 
Λίθινο παραλληλεπίπεδο στοιχείο που προκύπτει από συνήθη κοπή και παρουσιάζει αναλογίες αντίστοιχες με την πλίνθο. Οι λιθόπλινθοι με όμοια ή ποικίλα μεγέθη χρησιμοποιούνται κυρίως στο ισόδομο σύστημα τοιχοποιίας.
 
    
 
 | 
	
		| 
 τόξο, το 
Ημικυκλική κατασκευή που καλύπτει ανοίγματα στην τοιχοποιία και είναι ικανή να φέρει το βάρος των υπερκείμενων όγκων και να μεταφέρει τις πιέσεις στα πλάγια. Συχνά έχει διακοσμητικό ρόλο.
 
    
 
 | 
	
		| 
 τοξοστοιχία, η 
Στην αρχιτεκτονική τόξο ονομάζεται το άνοιγμα που δημιουργείται μεταξύ δύο κιόνων ή πεσσών οι οποίοι γεφυρώνονται με μία ημικυκλική δομή. Οι σειρές από δύο ή περισσότερα τέτοια ανοίγματα ονομάζονται τοξοστοιχίες.
 
    
 
 |