| 
 ανάλημμα, το 
1. Τοίχος (ή σύστημα τοίχων) που οικοδομείται με σκοπό τη συγκράτηση όγκου χώματος. 2. Κατακόρυφοι τοίχοι που ορίζουν τα δύο πέρατα του κοίλου προς την πλευρά των παρόδων του αρχαίου θεάτρου.
 
    
 
 | 
	
		| 
 κερκίδες, οι (cunei) 
Ομόκεντρα σφηνοειδή τμήματα στα οποία χωρίζονται, με τη βοήθεια στενών κλιμάκων, τα καθίσματα του κοίλου του αρχαίου θεάτρου.
 
    
 
 | 
	
		| 
 λιθόπλινθος, ο 
Λίθινο παραλληλεπίπεδο στοιχείο που προκύπτει από συνήθη κοπή και παρουσιάζει αναλογίες αντίστοιχες με την πλίνθο. Οι λιθόπλινθοι με όμοια ή ποικίλα μεγέθη χρησιμοποιούνται κυρίως στο ισόδομο σύστημα τοιχοποιίας.
 
    
 
 | 
	
		| 
 ορθοστάτης, ο 
Ορθογώνιος λίθος τοποθετημένος όρθιος στο κάτω μέρος του τοίχου ενός οικοδομήματος.
 
    
 
 | 
	
		| 
 περιστύλιο, το  
Η κιονοστοιχία που περιβάλλει ένα οικοδόμημα ή έναν υπαίθριο χώρο.
 
    
 
 | 
	
		| 
 σφενδόνη, η 
Το κυρτό πεταλόμορφο τμήμα της διαμόρφωσης ενός σταδίου ή ιπποδρόμου, που αποτελεί σημείο στροφής των αγωνιζομένων.
 
    
 
 | 
	
		| 
 ψευδοϊσόδομη τοιχοποιία, η 
Σύστημα τοιχοποιίας του οποίου οι στρώσεις δεν είναι ισοϋψείς, αλλά μεταξύ μιας ή περισσότερων παρεμβάλλονται χαμηλότερες. Διακρίνεται, όπως και το ισόδομο σύστημα, σε ορθογώνιο και τραπεζιόσχημο, ανάλογα με το είδος των αρμών.
 
    
 
 |